Γιάννης Ρίτσος. Ο ποιητής της εργατικής Πρωτομαγιάς.
Η φωνή του ποιητή Γιάννη Ρίτσου ηχεί σαν βάλσαμο στην ψυχή μας 23 χρόνια από το θάνατό του. Φωνές σαν τη δική του μπορούσαν να ξεσηκώσουν, να γοητεύσουν, να ταξιδεύσουν, να φωτίσουν, να εμπνεύσουν... Χωρίς αυτές όμως νιώθουμε να πορευόμαστε γυμνοί και ανέστιοι, εφ' ενός ζυγού την οδό της σιωπής.
Το τοπίο μπροστά μας είναι σκοτεινό και άδειο. Οι μεγάλοι ποιητές μάς εγκατέλειψαν. Τα δύο παραπάνω ανέκδοτα ποιήματα του Ρίτσου, που είχε την καλοσύνη να μας προσφέρει για τους αναγνώστες της «Ε» η κόρη του, Ερη Ρίτσου, θα μπορούσε να είχαν γραφεί σήμερα. Είναι προφητικά, δείχνουν «το κενό από τη στέρηση της ελευθερίας» που βιώνουμε εσχάτως όλοι μας. Και όμως, γράφηκαν πριν από 28 ολόκληρα χρόνια και περιλαμβάνονται στην ανέκδοτη συλλογή του «Υπερώον» (Αθήνα 1985) που θα κυκλοφορήσει το προσεχές φθινόπωρο και συγκεριμένα στις 11 Νοεμβρίου, την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή, το 1990.
Παραμονή Πρωτομαγιάς σήμερα και η ευγενική μορφή του έρχεται πάλι στη σκέψη μας, όπως τότε που με την ποίησή του και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανηφόριζε η πορεία την Πατησίων ανεμίζοντας τις κόκκινες σημαίες. Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο Ρίτσος γιόρταζε και πενθούσε μαζί με τη μάνα του Τάσου Τούση που δολοφονήθηκε στις 9 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στις διαδηλώσεις για την απεργία των καπνεργατών Καβάλας που είχε ξεκινήσει την Πρωτομαγιά. Το «Μοιρολόι» που έγραψε κλαίγοντας σαν παιδί στη σοφίτα του της οδού Μεθώνης, όταν είδε στο «Ριζοσπάστη» τη μάνα του νεκρού να θρηνεί πάνω στο αιματοβαμμένο κορμί του παιδιού της, θα σταθεί η απαρχή για το μνημειώδες έργο του«Επιτάφιος». Η φωνή του Μπιθικώστη θα συνοδεύει πάντα τους στίχους του: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω».
Ο Γιάννης Ρίτσος όταν υποκλίθηκε στη ζωή και αποχώρησε, είχε 45 ανέκδοτες συλλογές στο συρτάρι του. Από αυτές αρκετές έχουν δημοσιευθεί. Αλλες μένουν ανέκδοτες. Το υπό έκδοση«Υπερώον», μια γεύση του οποίου παίρνουμε σήμερα, παρουσιάζει τον ποιητή να θεάται από ψηλά, από το υπερώον, την άδεια και σκοτεινή σκηνή ενός θεάτρου. «Ωρα να κατέβεις από το υπερώον στη σκηνή για να παίξεις εαυτόν», λέει ο Ρίτσος πέντε χρόνια πριν το τέλος του. Εχει αρχίσει το πισωγύρισμα στα χρόνια της νεότητάς του. Δανείζεται μια ακριβή παλιά ανάμνησή του από το σύντομο πέρασμά του από τη σκηνή, όταν ακόμη δοκίμαζε ρόλους για το μέλλον του.
Κάθε Πρωτομαγιά ένα στεφάνι με πολύχρωμα λουλούδια στόλιζε την πόρτα του ερημητηρίου του. Το άφηνε εκεί σαν μοσχοβολιά της άνοιξης όλο το χρόνο.
Αντίδωρο
Ανάκατες εφημερίδες
χάμου στο πάτωμα.
Κι εμείς χωρίς καθρέφτη,
αλλά με όλη την άνεση
των στερημένων,
φορέσαμε το καπέλο μας,
βγήκαμε στο δρόμο,
δε χαιρετήσαμε κανέναν.
Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85
Απογύμνωση
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι
του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ενα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο.
Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό,
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
9.ΙΙΙ.85
Από την ανέκδοτη συλλογή Υπερώον, Αθήνα 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου