Το «ορόσημο» των γερμανικών εκλογών
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ Της 22ας ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ ΤΙ ΕΛΠΙΖΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Μια νικήτρια, αλλά αποδυναμωμένη εκλογικά Μέρκελ, που θα αναγκαζόταν να συγκυβερνήσει στην επόμενη περίοδο όχι με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, αλλά με το SPD, είναι ίσως το καλύτερο που θα μπορούσε αν περιμένει η Ελλάδα, ως χώρα, ως κυβέρνηση και ως πολίτες από τις κάλπες της 22ας Σεπτεμβρίου. Αυτό είναι και το ευκταίο σενάριο, που στις μεταξύ τους συζητήσεις αναδεικνύουν κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες.
Στον αντίποδα μια ακόμα περισσότερο ενισχυμένη Μέρκελ, με ή χωρίς τους σημερινούς συμμάχους της, δημιουργεί ανησυχίες στην Αθήνα και σε όλες τις πρωτεύουσες του υπερχρεωμένου Νότου. Διότι παρά την από πολλές πλευρές καλλιεργούμενη φιλολογία, ότι η καγκελάριος εφόσον κερδίσει τις εκλογές, θα «βάλει νερό στο κρασί της» και θα συμφωνήσει με το ΔΝΤ σε ένα νέο γενναίο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και χαλάρωση γενικότερα των μέτρων ασφυκτικής λιτότητας στις χώρες που βρίσκονται «στο κόκκινο» των δημοσιονομικών τους, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο αντίθετο. Η Μερκελ δεν πρόκειται να… εξαπατήσει τους γερμανούς ψηφοφόρους.
Αλήθειες και υπερβολές
Πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημ. Δασκαλόπουλος δεν δίστασε να θεωρήσει μειωτικό για τη χώρα το γεγονός ότι η πολιτική της ηγεσία έφτασε στο σημείο να θεωρεί ορόσημο για την πορεία της τις γερμανικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου. Η άποψή του απηχεί πράγματι ένα διχασμό, ο οποίος διατρέχει οριζόντια όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη: Είναι πράγματι οι γερμανικές εκλογές «ορόσημο» για την πορεία της Ευρωζώνης και ειδικότερα της Ελλάδα;
Και απ’ αυτό το ερώτημα, προκύπτει μια ολόκληρη αλυσίδα. Ερωτημάτων, υποθέσεων εργασίας, σεναρίων για την αντιμετώπιση της κρίσης και για την τελική λύση που θα υπάρξει ειδικότερα για το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα.
Αν δει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο, ναι οι γερμανικές εκλογές είναι ορόσημο. Μια αποδυναμωμένη Μέρκελ θα είναι πιο ευάλωτη στις πιέσεις όλων των παραγόντων, που θέλουν επιτάχυνση της τραπεζικής ένωσης και χαλάρωσης της ασφυκτικής λιτότητας στα προγράμματα διάσωσης.
Αλλά για την Ελλάδα, που όλοι αποδέχονται ως «ειδική περίπτωση», η «συνταγή» δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί. Ούτε η Μέρκελ ούτε οι επόμενοι σύμμαχοί της, οι ίδιοι ή ο Στάινμπρουκ, δεν πρόκειται να παρεκκλίνουν από την κεντρική τους γραμμή: «Κούρεμα» στον επίσημο τομέα δεν θα υπάρξει για το ελληνικό χρέος. Η σύνθετη λύση, που σύμφωνα με πληροφορίες έχει επεξεργαστεί το Βερολίνο, με μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση της αποπληρωμής και νέο δάνειο – γέφυρα, γύρω στα 12 – 14 δισ. ευρώ για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό είναι η προαποφασισμένη λύση. Για την οποία η Μέρκελ είτε θα πείσει το ΔΝΤ να την αποδεχτεί ως μέσο όρο των εκατέρωθεν προτάσεων είτε θα το εξωθήσει στην επιστροφή του στην έδρα του.
Ποια είναι η διαφορά; Ότι με ένα «μεγάλο συνασπισμό» Μέρκελ – Στάινμπρουκ, οι ελπίδες για χαλάρωση του προγράμματος λιτότητας αυξάνονται. Επίσης, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση θα έχει δυο πλέον κανάλια επικοινωνίας με τη γερμανική. Μέρκελ και Σαμαράς φυσικά, που έχουν σήμερα το δικό τους, δεν το επιθυμούν. Δεν επιθυμούν να λειτουργήσει παράλληλα και ένα κανάλι Στάινμπρουκ – Βενιζέλου.
Άρα, οι γερμανικές εκλογές, χωρίς να είναι ορόσημο, γιατί ανατροπές δεν προβλέπονται στον εκλογικό χάρτη της χώρας, έχουν πράγματι μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, όσο και για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Θα επηρεάσουν καθοριστικά τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και στις άλλες χώρες, με πρώτη την Ελλάδα, που ωστόσο για να ελπίζει σε «καλύτερες μέρες» θα πρέπει να τηρήσει απαρέγκλιτα τις δυσβάστακτες μνημονιακές της υποχρεώσεις και παράλληλα, με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και τεχνητό, να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα για το 2013.
Ο αμερικανικός παράγοντας
Το τελευταίο που θα ήθελε ο Ομπάμα θα ήταν μια ενισχυμένη Μέρκελ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ο σημερινός πλανητάρχης «πληρώνει τις αμαρτίες» των προκατόχων του. Που κατάφεραν μέσα σε λίγες δεκαετίες να αναδείξουν την ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε κυρίαρχη οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, που τώρα «κουνάει και το δάχτυλο στην Ουάσιγκτον». Κάποτε η Αμερική φταρνιζόταν και η Γερμανία πάθαινε πνευμονία. Τώρα το Βερολίνο επιμένοντας στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας «μπλοκάρει» την επάνοδο στην ανάπτυξη των υπερχρεωμένων χωρών, αλλά και των υπολοίπων στην ΕΕ, εκμεταλλεύεται το χρόνο για να εδραιώσει την πολιτική και οικονομική ισχύ της, τρέχοντας «ανατολικά» και στη Λατινική Αμερική, αλλά παράλληλα επιβραδύνει την αμερικανική ανάκαμψη. Υποχρεώνει τον κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ να αναβάλει συνεχώς την αναστολή του τυπώματος χρήματος για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας, αναλαμβάνοντας το τεράστιο ρίσκο μιας νέας «φούσκας».
Για την Ελλάδα η ουσία είναι, ότι ο Α. Σαμαράς δεν μπορεί να ελπίζει και πολλά πράγματα από την αμερικανική πίεση προς το Βερολίνο για το θέμα του «κουρέματος» του χρέους. Η σύγκρουση είναι μεν μετωπική, αλλά ούτε μπορεί να συμμαχήσει εμφανώς με την αμερικανική πλευρά, καθώς τον πρώτο λόγο στην ελληνική διάσωση τον έχει το Βερολίνο. Έχει εμπιστοσύνη πλέον στη Μέρκελ, όπως και εκείνη έχει σ’ αυτόν, ότι με τη γερμανική εγγύηση, η Ελλάδα θα βγει από την κρίση. Γι’ αυτό και εύχεται η Μέρκελ να παραμείνει καγκελάριος, αλλά κάπως αποδυναμωμένη, με οποιοδήποτε σύμμαχο, ώστε η διαπραγμάτευση μαζί της να είναι πιο ελπιδοφόρα.
ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ…
Η Μέρκελ, ο Σρέντερ και οι ανατροπές
Ένα μήνα πριν τις γερμανικές κάλπες, τα προγνωστικά φέρουν την Άνγκελα Μέρκελ βέβαιη νικήτρια των εκλογών και αδιαφιλονίκητο φαβορί για μια τρίτη συνεχόμενη θητεία στην καγκελαρία. Το εντυπωσιακό είναι, ότι η Μέρκελ κατόρθωσε σε εθνικό επίπεδο σε όλη την προηγούμενη περίοδο να διατηρεί τη δημοσκοπική υπεροχή, παρότι έχανε σωρηδόν τις περιφερειακές εκλογές από τους Σοσιαλδημοκράτες. Ακόμα και στην περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας της ηττήθηκε κατά κράτος.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, σύμφωνα με τους Γερμανούς πολιτικούς και εκλογικούς αναλυτές, ότι στην εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου κυριαρχεί το προσωπικό στοιχείο, η μάχη των υποψήφιων καγκελαρίων. Μετά από μια περίοδο όπου ναι μεν τα πρόσωπα έπαιζαν σημαντικό ρόλο και από τις δυο πλευρές (Μπραντ, Σμιτ, Κολ, Σρέντερ), αλλά υπήρχε πάνω απ’ αυτά μια κυρίαρχη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στα μοντέλα της Χριστιανοδημοκρατίας και της Σοσιαλδημοκρατίας, σήμερα πολλές από τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους έχουν διαλυθεί.
Στη δε μάχη των προσώπων, η Μέρκελ, που έχει κάνει σχεδόν πράξη το όραμα για μια «γερμανική Ευρώπη», υπερέχει μακράν του επόμενου οποιουδήποτε πολιτικού αντιπάλου της. Πλην ίσως του «απόμαχου» πλέον Σρέντερ, που τώρα πια εργάζεται για λογαριασμό της Gazprom.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Μέρκελ είναι ανίκητη. Η πρόσφατη Ιστορία άλλωστε των γερμανικών εκλογών μάλλον το αντίθετο δείχνει. Στις δυο από τις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, υπήρξε σοκ όχι απλά ανατροπή των προγνωστικών.
Το 2002, ο Σρέντερ και το ξεκίνησαν το Μάιο από το… 21% και ο αντίπαλος Στόιμπερ της CDU/CSU«έγραφε» στα γκάλοπ από 42 μέχρι και 45%. Τέτοιες μέρες τον Αύγουστο, η διαφορά είχε μειωθεί στο 26% προς 40%. Τότε ο Σρέντερ αποφάσισε «να παίξει τα ρέστα του». Βγήκε και δήλωσε ότι η Γερμανία δεν πρόκειται να πάρει μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ που ήδη σχεδίαζε ο Μπους κατά του Σαντάμ. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, πλην Μπλερ φυσικά, χαιρέτισαν τη στάση του. Στη Γερμανία, ενθουσιασμός, την ώρα που ο Στόιμπερ τα «μασούσε».
«Καπάκι» όμως ήρθαν οι τεράστιες πλημμύρες του Έλβα. Ο Σρέντερ «έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά». Με μπότες στις λάσπες, επικεφαλής στα συνεργεία διάσωσης. Δυο εβδομάδες μετά, συνέτριψε τον Στόιμπερ στις κάλπες.
Την ίδια οδυνηρή έκπληξη παραλίγο «να τη νιώσει στο πετσί της» ή ίδια η Μέρκελ το Σεπτέμβριο του 2005. Ο Σρέντερ αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές το Μάιο, όταν το SPDηττήθηκε στην προσωπική εκλογική του περιφέρεια. Πάλι ξεκίνησε 25 μονάδες περίπου πίσω από τη νέα του αντίπαλο. Πλήρωνε τις συνέπειες του πρώτου σχεδίου αναδιάρθρωσης της γερμανικής οικονομίας, με σημαντικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Έκανε ένα απίστευτο πολιτικό φίνις. Έχασε τελικά, αλλά η διαφορά συρρικνώθηκε μόλις στο 1% και κάτι. Ανάγκασε τη Μέρκελ να συγκυβερνήσει με το SPD, αλλά ο ίδιος αποχώρησε από την πολιτική. Η εποχή Μέρκελ μόλις άρχιζε.
Γι’ αυτό και στο επιτελείο της Μέρκελ στο Βερολίνο την ώρα που αυτή βρίσκεται σε διακοπές στην Ιταλία και στο Τιρόλο της Αυστρίας ανησυχούν. Ο κίνδυνος της ανατροπής δεν είναι ορατός, αλλά πάντα κάπου παραμονεύει. Η ίδια πάντως ξεκινάει πια στην τελική ευθεία με όλα τα ατού υπέρ της. και φρόντισε εκ των προτέρων να διαψεύσει ότι σκοπεύει το 2016 να παραιτηθεί από την καγκελαρία και να αποσυρθεί.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΑΝΓΚΕΛΑ
Ποιος θα είναι ο σύμμαχος;
Το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα των επικείμενων γερμανικών εκλογών παραμένει το ποιος θα είναι ο συνεταίρος της Μέρκελ στην αυριανή γερμανική κυβέρνηση. Λόγω του εκλογικού συστήματος η περίπτωση αυτοδυναμίας της CDU/CSUείναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Η Μέρκελ βρίσκεται σε μεγάλο δίλημμα. Δημόσια η ίδια και τα στελέχη της δηλώνουν ότι η συνέχεια της συγκυβέρνησης με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, τα… «αστέρια» των οποίων Ρέσλερ και Βεστερβέλε γνωρίζουν πολύ καλά οι Έλληνες, είναι η ενδεδειγμένη λύση. Όμως αυτοί βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πότε πάνω και πότε κάτω από το όριο του 5% για να εκπροσωπηθούν στην επόμενη Βουλή. Παρά τις φιλότιμες δημόσιες και παρασκηνιακές προσπάθειες της Μέρκελ «να τους κρατήσει στον αφρό».
Το δίλημμα όμως της Μέρκελ, κατά τους αναλυτές, είναι πολιτικό, όχι εκλογικό. Άλλη η εσωτερική, αλλά και η διεθνής, κυρίως η ευρωπαϊκή, αποδοχή ενός «μεγάλου συνασπισμού» με το SPDκαι τον Στάινμπρουκ και άλλο η μικρή συγκυβέρνηση. Θα τα μετρήσει και θα αποφασίσει οριστικά, όταν έχει τα εκλογικά αποτελέσματα μπροστά της.
Υπάρχει άλλο σενάριο; Ορισμένοι αναλυτές προβάλλουν, -δειλά είναι αλήθεια-, ακόμα και την αποκαθήλωση της Μέρκελ. Πράγματι, αν οι σημερινοί σύμμαχοί της δεν μπουν στη Βουλή, η συνεργασία με το SPDείναι μονόδρομος. Όμως η αριστερή πτέρυγα του SPDεπιμένει στην τρίτη λύση: συγκυβέρνηση με τους Πράσινους, που τα γκάλοπ τους δίνουν πάνω από το 10%. Αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα βέβαια, μόνο αν το SPDμειώσει πολύ την «ψαλίδα» στις κάλπες. Γιατί ιστορικό προηγούμενο στη χώρα, να κάνει κυβέρνηση ο δεύτερος με τον τρίτο σε βάρος του πρώτου, δεν υπάρχει. Το σενάριο όμως είναι υπαρκτό.
Μάλιστα, οι ίδιοι παράγοντες του SPDπροτείνουν τριμερή συνεργασία με το DieLinke, το αριστερό κόμμα. Δεν το δέχονται όμως ούτε ο Στάινμπρουκ ούτε ο Γκάμπριελ, πρόεδρος του SDP. Προκειμένου πάντως να κόψουν το δρόμο της Μέρκελ για μια τρίτη θητεία, προτείνουν να της… «κλέψουν» και το σημερινό σύμμαχο, εφόσον μπει στη Βουλή. Τριμερή δηλαδή μεταξύ SPD, Πράσινων και Ελεύθερων Δημοκρατών. Ακούγεται απίθανο, αλλά «στην πολιτική, ποτέ μη λες ποτέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου