Η προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία
Οτιδήποτε κι αν συμβεί στην προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία στις επόμενες πεντέμισι βδομάδες, το αποτέλεσμα θα είναι μια ακόμη κυβέρνηση συνασπισμού.
Παρότι η Ανγκελα Μέρκελ είναι η πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία και οι Χριστιανοδημοκράτες είναι το κόμμα που προηγείται, θα ήταν μια απροσδόκητη ανατροπή για το CDU εάν κέρδιζε αυτοδυναμία. Προς το παρόν συγκεντρώνει σταθερά το 40% στις δημοσκοπήσεις, δηλαδή 6-7 μονάδες κάτω από το όριο που απαιτείται για τον απόλυτο έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Σε αυτήν τη φάση της προεκλογικής εκστρατείας, όμως, το παιχνίδι που παίζουν οι πολιτικοί είναι να αρνούνται ότι προτίθενται να συμμετάσχουν σε κάποιον συνασπισμό πλην του κόμματος της πρώτης τους προτίμησης.
Οπότε η Μέρκελ επιμένει ότι θέλει να διατηρήσει τον σημερινό κεντροδεξιό συνασπισμό της με τους Φιλελεύθερους, παρόλο που τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια υπήρχαν αρκετές «σκιές». Διαρκείς καβγάδες, ειδικά μεταξύ του FDP και του συντηρητικού CSU, έκαναν τον κιτρινόμαυρο συνασπισμό (πήρε το όνομά του από τα χρώματα των κομμάτων) λιγότερο δημοφιλή από τα κόμματα που τον απάρτιζαν.
Στα αριστερά, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι οικολόγοι Πράσινοι επιμένουν ότι ο «κοκκινοπράσινος» συνασπισμός παραμένει η απόλυτη φιλοδοξία τους, παρότι αυτήν τη στιγμή συγκεντρώνουν μαζί 40%, λιγότερο δηλαδή από το όριο για να έχουν πλειοψηφία.
Ο άνθρωπος που τάραξε τα νερά ήταν ο Γκρέγκορ Γκίζι, ο οξύνους και δεινός ρήτορας πρώην κομμουνιστής δικηγόρος, που ηγείται της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι θα γινόταν ευχαρίστως μέλος μιας «κόκκινης-κόκκινης-πράσινης» συμμαχίας προκειμένου να φύγει η Μέρκελ. Η πρότασή του απορρίφθηκε και από τους δύο πιθανούς εταίρους του. Οντως, η προοπτική μιας «κόκκινης-κόκκινης-πράσινης» κυβέρνησης είναι ακριβώς το σοσιαλιστικό σενάριο που παρουσιάζεται από τη Μέρκελ και τους συμμάχους της ως η τρομακτική εναλλακτική στη δική τους ασφαλή και βαρετή συντηρητική συμμαχία.
Ο Πέερ Στάινμπρουκ, υποψήφιος για την Καγκελαρία του SPD, έχει κουραστεί να αρνείται ότι θα επικροτήσει μια τέτοια συνεργασία. Το επιχείρημά του είναι ότι η Γερμανία οφείλει να είναι ένας σταθερός διεθνής εταίρος - για να λύσει την κρίση στην Ευρωζώνη και για το ΝΑΤΟ. Ομως, η Αριστερά είναι κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι Πράσινοι λένε περίπου τα ίδια.
Αν όμως οι «κιτρινόμαυροι» και οι «κοκκινοπράσινοι» δεν έχουν απόλυτη πλειοψηφία, ποια είναι η εναλλακτική;
Ενας μεγάλος συνασπισμός του CDU και του SPD είναι αυτό που θα προτιμούσαν οι περισσότεροι Γερμανοί (52% σε πρόσφατη δημοσκόπηση) και ο υπόλοιπος κόσμος. Ο Στάινμπρουκ παραδέχεται οτι η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ θα το ήθελαν. Αλλά εκείνος είναι κατηγορηματικά αντίθετος.
Από την αρχή της προεκλογικής καμπάνιας έχει πει ότι δεν θα υπηρετήσει υπό τη Μέρκελ σε μια τέτοια συμμαχία, παρότι ήταν υπουργός Οικονομικών στον μεγάλο συνασπισμό του οποίου ηγείτο εκείνη την περίοδο 2005-2009. Φοβάται επίσης ότι θα δίχαζε το SPD.
Ο Σίγκμαρ Γκάμπριελ, πρόεδρος του SPD, δήλωσε πως το κόμμα θα έπρεπε να κάνει συνέδριο αμέσως μετά τις εκλογές, για να αποφασίσει. Αλλοι κορυφαίοι πολιτικοί θέλουν εσωκομματικό δημοψήφισμα. Είναι πιθανό ότι η βάση θα προτιμήσει να παραμείνει στην αντιπολίτευση, λόγω της πικρής ανάμνησης της μεγάλης τους πτώσης στο 23% στις εκλογές του 2009.
Μια άλλη επιλογή θα ήταν «μαυρο-πράσινο». Μια συμμαχία μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Πρασίνων. Υπάρχει μια μειονότητα και στα δύο κόμματα που θα ήθελε να το δοκιμάσει, αλλά η Μέρκελ έχει χαρακτηρίσει το ενδεχόμενο αυτό ως «τρελή ιδέα».
Υπάρχει ένα βαθύ πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των κομμάτων. Οι Πράσινοι προέρχονται από το φοιτητικό κίνημα διαμαρτυρίας του 1960 εναντίον του κόμματος των γονιών τους, το CDU. Η αντιπαλότητα παραμένει.
Η μόνη πιθανή συνεργασία με καγκελάριο τον Στάινμπρουκ θα ήταν το «φανάρι» (κόκκινο, πράσινο, κίτρινο), δηλαδή SPD, Πράσινοι, FDP. Αν απορρίπτονται οι άλλες εναλλακτικές, ίσως είναι η μοναδική λειτουργική λύση.
Ο Ράινερ Μπρούντερλε του FDP το αποκλείει. Το SPD και οι Πράσινοι θέλουν υψηλότερους φόρους, που οι Φιλελεύθεροι αρνούνται.
Ολες αυτές οι αρνήσεις, όμως, θα πρέπει να μη λαμβάνονται τόσο σοβαρά. Οταν αρχίσει το μετεκλογικό παζάρι, όλες οι εκδοχές θα γίνουν πιθανές.
Αρθρο του Quentin Peel στους «Financial Times»
Οτιδήποτε κι αν συμβεί στην προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία στις επόμενες πεντέμισι βδομάδες, το αποτέλεσμα θα είναι μια ακόμη κυβέρνηση συνασπισμού.
Παρότι η Ανγκελα Μέρκελ είναι η πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία και οι Χριστιανοδημοκράτες είναι το κόμμα που προηγείται, θα ήταν μια απροσδόκητη ανατροπή για το CDU εάν κέρδιζε αυτοδυναμία. Προς το παρόν συγκεντρώνει σταθερά το 40% στις δημοσκοπήσεις, δηλαδή 6-7 μονάδες κάτω από το όριο που απαιτείται για τον απόλυτο έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Σε αυτήν τη φάση της προεκλογικής εκστρατείας, όμως, το παιχνίδι που παίζουν οι πολιτικοί είναι να αρνούνται ότι προτίθενται να συμμετάσχουν σε κάποιον συνασπισμό πλην του κόμματος της πρώτης τους προτίμησης.
Οπότε η Μέρκελ επιμένει ότι θέλει να διατηρήσει τον σημερινό κεντροδεξιό συνασπισμό της με τους Φιλελεύθερους, παρόλο που τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια υπήρχαν αρκετές «σκιές». Διαρκείς καβγάδες, ειδικά μεταξύ του FDP και του συντηρητικού CSU, έκαναν τον κιτρινόμαυρο συνασπισμό (πήρε το όνομά του από τα χρώματα των κομμάτων) λιγότερο δημοφιλή από τα κόμματα που τον απάρτιζαν.
Στα αριστερά, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι οικολόγοι Πράσινοι επιμένουν ότι ο «κοκκινοπράσινος» συνασπισμός παραμένει η απόλυτη φιλοδοξία τους, παρότι αυτήν τη στιγμή συγκεντρώνουν μαζί 40%, λιγότερο δηλαδή από το όριο για να έχουν πλειοψηφία.
Ο άνθρωπος που τάραξε τα νερά ήταν ο Γκρέγκορ Γκίζι, ο οξύνους και δεινός ρήτορας πρώην κομμουνιστής δικηγόρος, που ηγείται της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι θα γινόταν ευχαρίστως μέλος μιας «κόκκινης-κόκκινης-πράσινης» συμμαχίας προκειμένου να φύγει η Μέρκελ. Η πρότασή του απορρίφθηκε και από τους δύο πιθανούς εταίρους του. Οντως, η προοπτική μιας «κόκκινης-κόκκινης-πράσινης» κυβέρνησης είναι ακριβώς το σοσιαλιστικό σενάριο που παρουσιάζεται από τη Μέρκελ και τους συμμάχους της ως η τρομακτική εναλλακτική στη δική τους ασφαλή και βαρετή συντηρητική συμμαχία.
Ο Πέερ Στάινμπρουκ, υποψήφιος για την Καγκελαρία του SPD, έχει κουραστεί να αρνείται ότι θα επικροτήσει μια τέτοια συνεργασία. Το επιχείρημά του είναι ότι η Γερμανία οφείλει να είναι ένας σταθερός διεθνής εταίρος - για να λύσει την κρίση στην Ευρωζώνη και για το ΝΑΤΟ. Ομως, η Αριστερά είναι κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι Πράσινοι λένε περίπου τα ίδια.
Αν όμως οι «κιτρινόμαυροι» και οι «κοκκινοπράσινοι» δεν έχουν απόλυτη πλειοψηφία, ποια είναι η εναλλακτική;
Ενας μεγάλος συνασπισμός του CDU και του SPD είναι αυτό που θα προτιμούσαν οι περισσότεροι Γερμανοί (52% σε πρόσφατη δημοσκόπηση) και ο υπόλοιπος κόσμος. Ο Στάινμπρουκ παραδέχεται οτι η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ θα το ήθελαν. Αλλά εκείνος είναι κατηγορηματικά αντίθετος.
Από την αρχή της προεκλογικής καμπάνιας έχει πει ότι δεν θα υπηρετήσει υπό τη Μέρκελ σε μια τέτοια συμμαχία, παρότι ήταν υπουργός Οικονομικών στον μεγάλο συνασπισμό του οποίου ηγείτο εκείνη την περίοδο 2005-2009. Φοβάται επίσης ότι θα δίχαζε το SPD.
Ο Σίγκμαρ Γκάμπριελ, πρόεδρος του SPD, δήλωσε πως το κόμμα θα έπρεπε να κάνει συνέδριο αμέσως μετά τις εκλογές, για να αποφασίσει. Αλλοι κορυφαίοι πολιτικοί θέλουν εσωκομματικό δημοψήφισμα. Είναι πιθανό ότι η βάση θα προτιμήσει να παραμείνει στην αντιπολίτευση, λόγω της πικρής ανάμνησης της μεγάλης τους πτώσης στο 23% στις εκλογές του 2009.
Μια άλλη επιλογή θα ήταν «μαυρο-πράσινο». Μια συμμαχία μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Πρασίνων. Υπάρχει μια μειονότητα και στα δύο κόμματα που θα ήθελε να το δοκιμάσει, αλλά η Μέρκελ έχει χαρακτηρίσει το ενδεχόμενο αυτό ως «τρελή ιδέα».
Υπάρχει ένα βαθύ πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των κομμάτων. Οι Πράσινοι προέρχονται από το φοιτητικό κίνημα διαμαρτυρίας του 1960 εναντίον του κόμματος των γονιών τους, το CDU. Η αντιπαλότητα παραμένει.
Η μόνη πιθανή συνεργασία με καγκελάριο τον Στάινμπρουκ θα ήταν το «φανάρι» (κόκκινο, πράσινο, κίτρινο), δηλαδή SPD, Πράσινοι, FDP. Αν απορρίπτονται οι άλλες εναλλακτικές, ίσως είναι η μοναδική λειτουργική λύση.
Ο Ράινερ Μπρούντερλε του FDP το αποκλείει. Το SPD και οι Πράσινοι θέλουν υψηλότερους φόρους, που οι Φιλελεύθεροι αρνούνται.
Ολες αυτές οι αρνήσεις, όμως, θα πρέπει να μη λαμβάνονται τόσο σοβαρά. Οταν αρχίσει το μετεκλογικό παζάρι, όλες οι εκδοχές θα γίνουν πιθανές.
Αρθρο του Quentin Peel στους «Financial Times»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου