HRW: Η αστυνομία στοχοποιεί τα περιθωριοποιημένα άτομα
Η έκθεση
Η αστυνομία στην Αθήνα προβαίνει συχνά σε παρενόχληση και καταχρηστικές ενέργειες κατά των αστέγων, των χρηστών ναρκωτικών ουσιών και των εκδιδόμενων ατόμων, δήλωσε σήμερα το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch - HRW). Οι έλεγχοι της αστυνομίας και η αυθαίρετη κράτηση ατόμων που ζουν ή βρίσκονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας παρεμποδίζουν την πρόσβαση των ατόμων αυτών στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και υποστήριξης.
Όπως διαπίστωσε η Human Rights Watch, η αστυνομία σταματά για έλεγχο και θέτει υπό κράτηση ανθρώπους που είναι άστεγοι, κάνουν χρήση ναρκωτικών ή εκδίδονται στο κέντρο της πόλης, ενώ περπατούν στον δρόμο, περιμένουν το λεωφορείο ή επισκέπτονται ένα κέντρο ημέρας όπου μπορούν να σιτιστούν, να πλυθούν ή να λάβουν στήριξη. Η αστυνομία έχει μάλιστα σταματήσει αρκετές φορές για έλεγχο συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου καθώς και μια ερευνήτρια της Human Rights Watch, ενώ στο πλαίσιο ενός ελέγχου έθεσε υπό κράτηση και υπέβαλε τα μέλη της ομάδας δρόμου σε σωματική έρευνα.
«Η νέα κυβέρνηση έχει αναλάβει σημαντικές δεσμεύσεις να αλλάξει την προσέγγισή της όσον αφορά την αστυνόμευση στο κέντρο της Αθήνας· ωστόσο, απαιτούνται συγκεκριμένες νομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις για να σταματήσουν αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές», δήλωσε η Eva Cossé, ειδική επί θεμάτων που αφορούν την Ελλάδα στη Human Rights Watch. «Η δίωξη και κράτηση ατόμων χωρίς βάσιμο λόγο συνιστά σπατάλη των λιγοστών πόρων της Ελλάδας και δεν έχει κανένα νόημα».
Στις αρχές Φεβρουαρίου 2015, λίγο μετά την άνοδό της στην εξουσία, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ανακοίνωσε το τέλος των καταχρηστικών αστυνομικών επιχειρήσεων «σκούπα» εναντίον των μεταναστών στην Αθήνα. Η Human Rights Watch είχε καταγράψει περιστατικά καταχρηστικών ελέγχων εξακρίβωσης στοιχείων και σωματικής έρευνας, κακομεταχείρισης από την αστυνομία, καθώς και περιπτώσεις αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας στο πλαίσιο των επιχειρήσεων «σκούπα». Στις 6 Απριλίου, ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης, τόνισε την ανάγκη μη κατασταλτικής προσέγγισης των ζητημάτων του κοινωνικού αποκλεισμού, μεταξύ άλλων και μέσω της υποστήριξης ευπαθών ομάδων πληθυσμού όπως είναι οι άστεγοι.
Ωστόσο, η Ελληνική Αστυνομία έχει παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο αστυνόμευσης για το κέντρο της Αθήνας, το οποίο περιλαμβάνει στοχευμένες επιχειρήσεις εναντίον ανθρώπων που είναι ύποπτοι για παράνομο εμπόριο, για χρήση ή εμπορία ναρκωτικών ή επαιτεία. «Οι εκδιδόμενες γυναίκες» τίθενται επίσης στο στόχαστρο, παρότι το επάγγελμα των εκδιδόμενων επ’ αμοιβή προσώπων δεν είναι παράνομο. Το νέο σχέδιο εγείρει ανησυχίες ότι χωρίς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι μακροχρόνιες πρακτικές της αστυνομίας –συμπεριλαμβανομένης της σωματικής κακοποίησης, των διακρίσεων, της αυθαίρετης κράτησης και της παρενόχλησης– θα συνεχιστούν, δήλωσε η Human Rights Watch.
Στο διάστημα από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο του 2014, η Human Rights Watch διεξήγαγε διεξοδικές συνεντεύξεις με 44 άτομα που ζουν ή βρίσκονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο κέντρο της πόλης, συμπεριλαμβανομένων αστέγων και ατόμων που δήλωσαν ότι έκαναν χρήση ναρκωτικών και εκδίδονταν έναντι χρηματικής αμοιβής. Πρόσθετες συνεντεύξεις με συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου, καθώς και συνομιλίες με έξι άτομα από τις ίδιες ομάδες τον Απρίλιο καταδεικνύουν ότι οι καταχρηστικές πρακτικές δεν έχουν σταματήσει υπό τη νέα κυβέρνηση.
Όσοι παραχώρησαν συνεντεύξεις το 2014 ανέφεραν ότι οι αστυνομικοί τούς σταματούσαν συχνά για εξακρίβωση στοιχείων, πολλές φορές τους έκαναν προσαγωγή και τους έθεταν υπό κράτηση σε αστυνομικά τμήματα επί ώρες, ενίοτε μάλιστα τους μετέφεραν σε αστυνομικά τμήματα σε απομακρυσμένες περιοχές και τους άφηναν ελεύθερους εκεί. Όπως ανέφεραν, φαινόταν ότι στοχοποιούνταν λόγω της εμφάνισής τους και όχι για κάποια πράξη τους. Ορισμένα άτομα περιέγραψαν περιστατικά σωματικής κακοποίησης από την αστυνομία, ενώ σχεδόν όλα δήλωσαν ότι δέχθηκαν αγενή αντιμετώπιση, προσβολές και απειλές. Από τότε που ανέλαβε καθήκοντα η νέα κυβέρνηση, η πρακτική της μεταγωγής ατόμων σε αστυνομικά τμήματα μακριά από το κέντρο της πόλης, την οποία κανείς δεν παραδέχτηκε ποτέ επισήμως, φαίνεται να έχει σταματήσει.
Εκδιδόμενη στην Αθήνα. Πολλές γυναίκες που εκδίδονται στον δρόμο έρχονται αντιμέτωπες με τους αυστηρούς κανονισμούς που διέπουν τη νόμιμη άσκηση του επαγγέλματος των εκδιδόμενων επ' αμοιβή προσώπων και καθημερινά υφίστανται παρενόχληση από την αστυνομία. © 2014 Human Rights Watch
Η Ειρήνη, 39 ετών, η οποία έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης, δήλωσε στη Human Rights Watch τον Σεπτέμβριο του 2014: «Απ’ όπου και να έρχεσαι, όπου και να πας, χωρίς κανέναν λόγο, και χωρίς να προκαλέσεις κανέναν και τίποτα, υπάρχει πάντα, πάντα, προσαγωγή».
Η Human Rights Watch παρατήρησε στο κέντρο της Αθήνας αστυνομικούς οι οποίοι φαίνονταν να χρησιμοποιούν ευρείες εξουσίες ελέγχου και σωματικής έρευνας για να στοχοποιούν ανθρώπους και να τους θέτουν υπό κράτηση για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πρακτική που συνιστά αδικαιολόγητη στέρηση της ελευθερίας. Αστυνομικοί σταματούσαν ανθρώπους στον δρόμο, τους έθεταν υπό περιορισμό σε αστυνομικά λεωφορεία ή υπό κράτηση σε αστυνομικά τμήματα για ώρες, μεταξύ άλλων και σε αστυνομικά τμήματα μακριά από το κέντρο της πόλης, χωρίς καμία εύλογη και εξατομικευμένη υπόνοια διάπραξης εγκληματικής ενέργειας.
Το σχέδιο της νέας κυβέρνησης για την αστυνομία, το Ειδικό Επιχειρησιακό Σχέδιο Αστυνόμευσης για τον Δήμο της Αθήνας, δεν αντιμετωπίζει συγκεκριμένα τις εν λόγω πρακτικές, γεγονός που εγείρει ανησυχίες ότι οι καταχρηστικές ενέργειες ενδέχεται να συνεχιστούν, δήλωσε η Human Rights Watch.
Οι αστυνομικές πρακτικές προσαγωγής και μεταγωγής ατόμων σε κεντρικά αστυνομικά τμήματα και σε άλλες περιοχές της πόλης παρεμπόδισε τη δυνατότητα των προσαχθέντων να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες πρόληψης για θέματα δημόσιας υγείας και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Εικοσιένα άτομα περιέγραψαν καταστάσεις στις οποίες οι αστυνομικοί έλεγχοι είχαν άμεσο ή έμμεσο αρνητικό αντίκτυπο στο δικαίωμά τους στην υγεία, περιλαμβανομένης της παρεμπόδισης της πρόσβασής τους σε ιατρό και σε απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή, καθώς και σε υπηρεσίες και ενημέρωση σχετικά με την πρόληψη του HIV, σε μεθαδόνη και άλλα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Η Ελλάδα έχει καθήκον να βελτιώσει την ασφάλεια στους δρόμους για όλους. Ωστόσο, η ένταση της κακομεταχείρισης και οι έλεγχοι εξακρίβωσης στοιχείων που στρέφονται εναντίον περιθωριοποιημένων ομάδων εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για το κατά πόσον τα μέσα για την επίτευξη των θεμιτών αυτών σκοπών είναι αναγκαία και αναλογικά, δήλωσε η Human Rights Watch. Το διεθνές και το εθνικό δίκαιο απαγορεύουν τις διακρίσεις, την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, την αδικαιολόγητη επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, καθώς και τις παραβιάσεις του δικαιώματος της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας. Επίσης, τα διεθνή και εθνικά πρότυπα επιβάλλουν στην αστυνομία να επιφυλάσσει σε όλους ορθή αντιμετώπιση.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να οριοθετήσει αυστηρά τις εξουσίες της αστυνομίας όσον αφορά τους ελέγχους και τη σωματική έρευνα, έτσι ώστε να απαιτείται εξατομικευμένη υπόνοια διάπραξης αδικήματος, δήλωσε η Human Rights Watch. Οι αρχές πρέπει να θεσπίσουν σαφείς και δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις αρχές επιβολής του νόμου όσον αφορά τους ελέγχους εξακρίβωσης στοιχείων, περιλαμβανομένων των επιτρεπόμενων λόγων για τη διεξαγωγή ελέγχου και για την προσαγωγή ατόμου σε αστυνομικό τμήμα για περαιτέρω εξέταση των εγγράφων του.
Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να εκδώσει σαφείς οδηγίες προς τους αστυνομικούς σχετικά με τη χρήση βίας, καθιστώντας σαφή την απαγόρευση της αδικαιολόγητης βίας. Η κυβέρνηση πρέπει να παράσχει εκπαίδευση που αφορά ειδικά την αντιμετώπιση των αστέγων, των ατόμων που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών και των εκδιδόμενων ατόμων, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης μη εξαναγκαστικής παραπομπής τους σε υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει επίσης να διασφαλίσει, αφενός, την εμπεριστατωμένη διερεύνηση των ισχυρισμών περί καταχρηστικών ενεργειών της αστυνομίας εναντίον μελών των εν λόγω ομάδων και, αφετέρου, τη λογοδοσία των υπευθύνων.
Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να εντείνει τις προσπάθειές της, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της έλλειψης στέγης στο κέντρο της Αθήνας, διασφαλίζοντας ότι τα άτομα που είναι χρήστες ναρκωτικών δεν αποκλείονται από τους κρατικούς ή δημοτικούς ξενώνες, δήλωσε η Human Rights Watch. Η καθολική απαγόρευση πρόσβασης για τους ενεργούς χρήστες ναρκωτικών στους ξενώνες αστέγων, καθώς και η μη παροχή εναλλακτικών επιλογών έχει οξύνει το πρόβλημα και έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική.
Τα στατιστικά στοιχεία που παρέσχε η Ελληνική Αστυνομία στη Human Rights Watch σχετικά με την επιχείρηση «Θησέας», η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2014 με στόχο την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και αντικαταστάθηκε την 1η Απριλίου από το νέο σχέδιο αστυνόμευσης, υποδηλώνουν ότι οι έλεγχοι εξακρίβωσης στοιχείων αποτελούν ένα αμβλύ και εν πολλοίς αναποτελεσματικό εργαλείο. Από τα μέσα Ιουλίου έως τον Δεκέμβριο του 2014, η αστυνομία προέβη σε προσαγωγές 42.454 ατόμων στο πλαίσιο της επιχείρησης «Θησέας». Στη συνέχεια, από όλα τα άτομα που προσήχθησαν, η αστυνομία προέβη σε μόλις έξι συλλήψεις για επαιτεία, 365 συλλήψεις για αδικήματα σχετικά με την πορνεία και 194 συλλήψεις για παραβάσεις των νόμων περί ναρκωτικών.
Το γεγονός ότι ποσοστό μικρότερο από 1,5% των προσαγωγών οδήγησαν σε επίσημη σύλληψη εγείρει ανησυχίες ότι η αστυνομία ενδέχεται να προβαίνει σε διακριτική αντιμετώπιση ατόμων βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Οι έλεγχοι βάσει πληροφοριών θα έπρεπε να οδηγούν σε υψηλότερο ποσοστό εντοπισμού εγκλημάτων. Δεδομένου ότι στα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας δεν περιλαμβάνονται τα πολλά άτομα που σταματούνται για έναν γρήγορο έλεγχο εξακρίβωσης στοιχείων στον δρόμο και αφήνονται ελεύθερα επιτόπου, το συνολικό ποσοστό εντοπισμού είναι πιθανό να είναι ακόμη χαμηλότερο.
«Η ζωή στους δρόμους είναι αρκετά δύσκολη και χωρίς τις καταχρηστικές πρακτικές της αστυνομίας», δήλωσε η κ. Cossé. «Αντί η αστυνομία να παρενοχλεί και να θέτει υπό κράτηση άπορους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς να λάβουν τις υπηρεσίες και τη φροντίδα που χρειάζονται».
Για αναλυτικά πορίσματα σχετικά με τις καταχρηστικές πρακτικές της αστυνομίας, μαρτυρίες, και τις σχετικές πολιτικές, βλέπε κατωτέρω. Τα επιμέρους περιστατικά που αναφέρονται έχουν αντληθεί από τις συνεντεύξεις τις οποίες διεξήγαγε η Human Rights Watch το 2014.
Κρίση στην πρωτεύουσα
Την τελευταία πενταετία, η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει πλήξει πολύ σοβαρά την Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 2014, ο Cephas Lumina, τότε εμπειρογνώμων του ΟΗΕ για θέματα εξωτερικού χρέους και ανθρώπινων δικαιωμάτων, δήλωσε ότι τα μέτρα λιτότητας και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε «αύξηση της ανεργίας […], στο φαινόμενο των αστέγων, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό (με περίπου 11% του πληθυσμού να ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας) και σοβαρά μειωμένη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση».
Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία της κυβέρνησης σχετικά με τους άστεγους, τους χρήστες ναρκωτικών και τα εκδιδόμενα άτομα. Ωστόσο, σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη άποψη που επικρατεί μεταξύ των μη κυβερνητικών οργανώσεων που παρέχουν υπηρεσίες, των κατοίκων και των δημόσιων λειτουργών, εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στον δρόμο, κάνουν χρήση ναρκωτικών και εκδίδονται έναντι χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Πολλοί, μεταξύ των οποίων και η πλειονότητα εκείνων που παραχώρησαν συνεντεύξεις, ανήκουν σε δύο ή και στις τρεις κατηγορίες.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά –που αποτελεί το ελληνικό σημείο επαφής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας– για το 2012, 7.651 άτομα είχαν κάνει χρήση ενέσιμων ναρκωτικών τον μήνα που προηγήθηκε της μελέτης, εκτίμηση παρόμοια με τις αντίστοιχες για τα τρία προηγούμενα έτη.
Σύμφωνα με το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), έναν ανεξάρτητο δημόσιο οργανισμό που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης στην Ελλάδα, το 60% των χρηστριών ναρκωτικών τις οποίες προσέγγισαν ομάδες δρόμου του εν λόγω κέντρου το 2013 ανέφεραν ότι εκδίδονταν. Πάνω από το 40% του συνόλου των χρηστών ναρκωτικών, ανδρών και γυναικών, ανέφεραν ότι ήταν άστεγοι, ποσοστό που αυξήθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο του προηγούμενου έτους που ήταν 35,2%, και του 2010 που ήταν 24,5%. Ο κ. Lumina, ο τότε εμπειρογνώμων του ΟΗΕ, επισήμανε την αύξηση κατά 25% του αριθμού των αστέγων εν γένει από το 2009, παραθέτοντας εκτιμήσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων, σύμφωνα με τις οποίες υπήρχαν τουλάχιστον 20.000 άστεγοι στην Ελλάδα το 2014.
Άστεγος κοιμάται στον δρόμο στην Αθήνα· η επιγραφή δίπλα του αναφέρει: «Είμαι άστεγος και ζητώ μια μικρή βοήθεια. Ευχαριστώ». © 2014 Human Rights Watch
Όσοι κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών αποκλείονται από τους κρατικούς και δημοτικούς ξενώνες αστέγων. Η Δέσποινα Λασκαρίδου, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), του φορέα που είναι αρμόδιος για τους ξενώνες αστέγων που υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας, δήλωσε στη Human Rights Watch ότι οι υποψήφιοι φιλοξενούμενοι πρέπει να αποδεικνύουν ότι μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, ότι δεν κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή κατάχρηση αλκοόλ και ότι δεν έχουν κάποια ενεργό πάθηση, περιλαμβανομένης της κατάθλιψης. Οι υποψήφιοι πρέπει επίσης να υποβληθούν σε μια σειρά ιατρικών εξετάσεων, μεταξύ άλλων για ηπατίτιδα C, HIV και φυματίωση.
«Δεν πρέπει να βάζουμε τους χρήστες ναρκωτικών στην ίδια κατηγορία με τους άστεγους», ανέφερε. «Οι χρήστες ναρκωτικών δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΕΚΚΑ».
Ωστόσο, ο Ιορδάνης Περτετσόγλου, επικεφαλής του κέντρου ημέρας του ΚΕΘΕΑ στην Αθήνα για ενεργούς χρήστες ναρκωτικών ουσιών, δήλωσε ότι είναι σημαντικό να τους παρέχεται στέγη. «[Α]ν θέλουμε να παρέμβουμε και να βελτιώσουμε έστω και λίγο τις ζωές αυτών των ανθρώπων, αυτό είναι το λιγότερο που πρέπει να τους εξασφαλίσουμε», δήλωσε. «Στη συνέχεια, μπορούμε να οικοδομήσουμε πάνω σε αυτή τη βάση όλα τα άλλα: να φροντίσουμε την υγεία τους, να παράσχουμε την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή».
Η αποτυχία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να θεσπίσουν συνεκτικές πολιτικές σχετικά με τα ναρκωτικά, να παράσχουν στέγη στους χρήστες ναρκωτικών που είναι άστεγοι, καθώς και πιο πρόσφατα η οικονομική κρίση, έχουν αλλάξει την εικόνα του κέντρου της Αθήνας. Πάρκα όπως το Πεδίον του Άρεως, το οποίο ξανάνοιξε το 2010 μετά από ανακαίνιση αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ, έχουν μετατραπεί σε καταφύγιο για τους άστεγους, τους χρήστες ναρκωτικών και άλλες ομάδες που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση.
Ο κ. Περτετσόγλου, από το ΚΕΘΕΑ, περιέγραψε μια «εξωπραγματική» κατάσταση στο Πεδίον του Άρεως: «Έβλεπα εκατοντάδες χρήστες σε ένα σημείο σε μια μεριά του πάρκου να χτυπάνε ενέσεις…. [Τ]ην ίδια ώρα, έβλεπα άλλους να κάνουν τζόκινγκ, να πηγαίνουν βόλτα τα κατοικίδιά τους, ηλικιωμένους, καθώς και γονείς με τα παιδιά τους. Και λίγο παρακάτω, υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν μπάλα».
Το ελληνικό δίκαιο δεν ποινικοποιεί την πορνεία ή την έλλειψη στέγης, αλλά περιλαμβάνει ωστόσο αόριστα διοικητικά και ποινικά αδικήματα που επηρεάζουν τα εκδιδόμενα άτομα και τους άπορους. Πρόσωπο το οποίο εκδίδεται στον δρόμο χωρίς άδεια ασκήσεως επαγγέλματος υπόκειται σε χρηματική ποινή έως 3.000 ευρώ. Η πώληση, η κατοχή και η χρήση ναρκωτικών ποινικοποιούνται. Όποιος επαιτεί από «φυγοπονία» ή από «φιλοχρηματία» ή «κατά συνήθεια» τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή/και με χρηματική ποινή έως 3.000 ευρώ.
Η απόκριση της προηγούμενης κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά στις ανησυχίες σχετικά με την κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας ήταν μια σειρά αστυνομικών επιχειρήσεων με στόχο να «καθαρίσει» το κέντρο της πρωτεύουσας. Η επιχείρηση «Ξένιος Ζευς», η οποία στοχοποιούσε τους παράτυπους μετανάστες, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2012, ενώ η επιχείρηση «Θησέας» ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2014 με στόχο την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, ιδίως της χρήσης ναρκωτικών και αδικημάτων που συνδέονται με την πορνεία.
Οι εν λόγω επιχειρήσεις στηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στις υπερβολικά ευρείες εξουσίες που διαθέτει η αστυνομία για να σταματά ανθρώπους για έλεγχο, να απαιτεί να επιδεικνύουν αποδεικτικό της ταυτότητάς τους και να πραγματοποιεί προσαγωγές σε αστυνομικά τμήματα για περαιτέρω εξακρίβωση. Η εξακρίβωση στοιχείων στον δρόμο απαιτεί σημαντική επένδυση πόρων της αστυνομίας και χρόνου, με πολλούς αστυνομικούς να διεξάγουν ελέγχους στον δρόμο, να προσάγουν άτομα στα αστυνομικά τμήματα, να εξακριβώνουν την ταυτότητά τους και να ελέγχουν το ποινικό τους μητρώο. Εκείνοι που διεξάγουν τους ελέγχους είναι συχνά χαμηλόβαθμοι και λιγότερο εκπαιδευμένοι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι αποκαλούμενοι αστυφύλακες.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει αναφέρει ότι θα ακολουθήσει διαφορετική προσέγγιση. Στις αρχές Φεβρουαρίου, λίγο μετά την άνοδό της στην εξουσία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το τέλος της επιχείρησης «Ξένιος Ζευς», με άμεση ισχύ. Η Human Rights Watch είχε καταγράψει περιστατικά καταχρηστικών ελέγχων εξακρίβωσης στοιχείων και σωματικής έρευνας, κακομεταχείρισης από την αστυνομία, καθώς και περιπτώσεις αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας στο πλαίσιο της εν λόγω επιχείρησης. Σε συνέντευξη Τύπου σχετικά με την αστυνόμευση στην περιφέρεια Αττικής, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 2015, ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη –ο υπουργός που είναι αρμόδιος για το χαρτοφυλάκιο δημόσιας τάξης– Γιάννης Πανούσης τόνισε την ανάγκη ελαχιστοποίησης του κοινωνικού αποκλεισμού και υποστήριξης των ευπαθών ομάδων, όπως είναι οι άστεγοι.
Ωστόσο, η επιχείρηση «Θησέας» αντικαταστάθηκε από ένα νέο σχέδιο αστυνόμευσης για την Αθήνα, το οποίο ανακοινώθηκε στις αρχές Απριλίου και το οποίο περιλαμβάνει στοχευμένες επιχειρήσεις εναντίον ατόμων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι επιδίδονται σε παράνομο εμπόριο, σε χρήση ή πώληση ναρκωτικών και σε επαιτεία. Στο στόχαστρο τίθενται επίσης οι «εκδιδόμενες γυναίκες». Εάν δεν υπάρξουν νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για την οριοθέτηση των εξουσιών της αστυνομίας όσον αφορά τους ελέγχους και τη σωματική έρευνα, σαφής καθοδήγηση και εκπαίδευση για τους αστυνομικούς, καθώς και λογοδοσία για καταχρηστικές πρακτικές, οι άστεγοι, τα άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών και τα εκδιδόμενα άτομα θα παραμείνουν ευάλωτα στην παρενόχληση και τη βία της αστυνομίας.
Έλεγχοι βάσει διακρίσεων και αυθαίρετη κράτηση
Οι υπερβολικά ευρείες εξουσίες της αστυνομίας όσον αφορά τους ελέγχους και τη σωματική έρευνα, σε συνδυασμό με τις εντολές για στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, έχουν οδηγήσει σε επανειλημμένους, αδικαιολόγητους ελέγχους των χρηστών ναρκωτικών, των εκδιδόμενων ατόμων και των αστέγων.
Τριάντα έξι από τους συνεντευξιαζόμενους δήλωσαν ότι η αστυνομία τούς σταματούσε σχεδόν καθημερινά, ενώ 25 εξ αυτών ανέφεραν ότι τους είχαν σταματήσει για εξακρίβωση στοιχείων πάνω από μία φορά την ίδια ημέρα. Οι συνεντευξιαζόμενοι ανέφεραν ότι υφίσταντο τακτικά παρενόχληση από τους αστυνομικούς, καθώς τους σταματούσαν χωρίς συγκεκριμένη υπόνοια διάπραξης αδικήματος και πραγματοποιούσαν παρεμβατικές έρευνες. Οι αστυνομικοί χτυπούσαν και φώναζαν σε όλους όσους υπέβαλλαν σε έλεγχο και τους έθεταν υπό κράτηση για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρεμποδίζοντας τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της προσέλευσής τους σε ιατρικά ραντεβού ή της λήψης απαραίτητης φαρμακευτικής αγωγής.
Πολλοί ανέφεραν ότι αισθάνονταν πως τους σταματούσαν για έλεγχο λόγω της εμφάνισής τους και της παρουσίας τους στο κέντρο της Αθήνας και όχι λόγω της συμπεριφοράς τους. Αυτό συνέβαινε ιδίως στη συνοικία της Ομόνοιας, μια περιοχή με πολλές κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων προγραμμάτων για άτομα που ζουν με HIV ή που επιζητούν θεραπεία για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες. Οι συνεντευξιαζόμενοι ανέφεραν ότι οι αστυνομικοί που τους σταματούσαν και τους έθεταν υπό κράτηση δεν τους παρέπεμψαν ποτέ σε εθελοντικές υγειονομικές ή κοινωνικές υπηρεσίες· αντιθέτως, παρεμπόδιζαν τη δυνατότητά τους να αναζητήσουν τέτοιες υπηρεσίες.
Η Ειρήνη, 39 ετών, η οποία έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης, δήλωσε στη Human Rights Watch τον Σεπτέμβριο του 2014: «Απ’ όπου και να έρχεσαι, όπου και να πας, χωρίς κανέναν λόγο, και χωρίς να προκαλέσεις κανέναν και τίποτα, υπάρχει πάντα, πάντα, προσαγωγή».
Η Ειρήνη, μια 39χρονη γυναίκα που έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης, περιγράφει καταχρηστικές πρακτικές της αστυνομίας. Οι καταχρηστικές πρακτικές των αρχών επιβολής του νόμου στην Ελλάδα αποτελούν σοβαρό και μακροχρόνιο πρόβλημα, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο των ελέγχων εξακρίβωσης στοιχείων. © 2014 Human Rights Watch
Ο Φώτης, 38 ετών, ο οποίος δήλωσε ότι ζει στον δρόμο επί 18 χρόνια, ανέφερε ότι η αστυνομία σταματούσε για έλεγχο τους άστεγους κατά την είσοδο ή έξοδό τους από κέντρα ημέρας: «Σου λένε “Παρακαλώ περάστε, πέντε λεπτά θα κάνουμε”. Κοροϊδία. Τα πέντε λεπτά γίνονται τρεις ώρες προσαγωγή. Οι τρεις ώρες μπορεί να είναι και όλη τη μέρα».
Η Γεωργία, 33 ετών, η οποία έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα βουπρενορφίνης για χρήστες ναρκωτικών, πιστεύει ότι η αστυνομία προσπαθεί να καθαρίσει το κέντρο της πρωτεύουσας. Στα τέλη Ιουλίου 2014, η Γεωργία παρέμεινε δυόμισι ώρες υπό κράτηση σε δύο διαφορετικά αστυνομικά τμήματα. «Ρώτησα [τους αστυνομικούς] γιατί το κάνουν αυτό και η απάντηση ήταν “για να μην είσαι στην Αθήνα....” Ένιωσα ξεφτίλα».
Η Άννα, 33 ετών, η οποία δήλωσε ότι εκδιδόταν για να εξασφαλίσει τη δόση της, ανέφερε ότι το 2014 η αστυνομία την σταματούσε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα. Ανέφερε ότι τρεις ημέρες πριν από τη συνέντευξη, τον Μάιο του 2014, τρεις αστυνομικοί με πολιτικά την σταμάτησαν στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή της Ομόνοιας: Πήγα να κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο για χτένισμα. Βγαίνω από το κομμωτήριο και μου κάνουν προσαγωγή. Ήρθαν και μου λένε, «Τα χαρτιά σας, στο τμήμα για εξακρίβωση»… Το κάνουν για να καθαρίσουν την Ομόνοια… Μας λένε, να μην έρχεστε στην Ομόνοια. [Με σταματάνε] συνέχεια, κάθε μέρα. Τώρα με έχουν μάθει με το μικρό μου όνομα.
Η Στέλλα, 33 ετών, η οποία κάνει χρήση ναρκωτικών, δήλωσε ότι άρχισε να εκδίδεται πριν από δύο χρόνια όταν έχασε τη δουλειά της σε σούπερ μάρκετ και έμεινε άστεγη. Κατά τον χρόνο της συνέντευξης, τον Μάιο του 2014, η Στέλλα έμενε σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο είναι γνωστό για δραστηριότητες αγοραίου έρωτα. Ανέφερε ότι την είχε σταματήσει η αστυνομία πάνω από πέντε φορές σε μία εβδομάδα: Σου μιλάνε με το χειρότερο τρόπο. Σε λένε πουτάνα, βρωμιάρα, χωρίς να υπάρχει κάποια αιτιολογία... Όλο αυτό γίνεται γιατί και καλά θέλουν να καθαρίσει το κέντρο της Αθήνας. Εγώ τους εξηγώ πως μένω στο κέντρο, στο ξενοδοχείο. Μου λένε «Δεν με ενδιαφέρει, να πας να μείνεις σε παγκάκι».
Η Ευφροσύνη, 29 ετών, ξεκίνησε τη χρήση ναρκωτικών πριν από 16 χρόνια. Ανέφερε ότι δύο ημέρες πριν από τη συνομιλία μας, τον Ιούλιο του 2014, οι ίδιοι αστυνομικοί την σταμάτησαν έξω από κατάστημα κοντά στην πλατεία Ομονοίας και την προσήγαγαν στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων τρεις φορές σε διάστημα δύο ωρών. Εκείνη είπε ότι βρισκόταν εκεί για να αγοράσει καινούριο φορτιστή για το τηλέφωνό της, αλλά «αυτοί [οι αστυνομικοί] νόμιζαν ότι έκανα πιάτσα... Μου λένε “Μην σε ξαναδούμε εκεί”».
Ο Γιάννης, 47 ετών, ο οποίος είναι άστεγος και χρήστης ναρκωτικών και πάσχει από ηπατίτιδα C και διάφορα άλλα προβλήματα υγείας, δήλωσε πεπεισμένος ότι η αστυνομία τον σταματούσε λόγω της εμφάνισής του: Εγώ δεν έχω άλλα ρούχα. Τι να κάνω; Γιατί πρέπει να έρθω εδώ να επιβιώσω. Για να μην πάω να κλέψω, θα πάω να φάω στο συσσίτιο [στην Ομόνοια]. Ε, την ώρα που θα πάω να φάω στο συσσίτιο και με δούνε, θα με πάρουν για εξακρίβωση... Δείχνεις την ταυτότητά σου, και παρόλα αυτά... σε τραβάνε στο τμήμα. Και μετά, μεταγωγή [σε άλλο τμήμα μακριά από το κέντρο] ξανά για εξακρίβωση. Με έχουν πάει εμένα κατά συρροή 5-6 φορές... για εξακρίβωση με την ταυτότητα [πάνω μου]. Αν έχεις το Θεό σου.
Πολλά άλλα άτομα δήλωσαν επίσης σε ανεξάρτητες συνεντεύξεις ότι είχαν μεταφερθεί από το κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας σε αστυνομικά τμήματα σε απομακρυσμένες περιοχές της Αττικής, όπως στο Ελληνικό, στην Αμυγδαλέζα, στην Ελευσίνα και στον Ασπρόπυργο.
Ο Γιάννης δήλωσε ότι τον σταμάτησαν καθώς κατευθυνόταν προς το κέντρο ημέρας του ΚΕΘΕΑ και τον έθεσαν υπό κράτηση επί ώρες ενώ αντιμετώπιζε στερητικό σύνδρομο. Όπως είπε, νόμιζε ότι θα πεθάνει:
[Ένας από τους αστυνομικούς] μου είπε «Πάμε για μια εξακρίβωση, απλή». Λέω «Τι απλή, ρε παιδιά, σας παρακαλώ: στο πρόγραμμα πάω, πάω να με δει ένας γιατρός γιατί έχω προβλήματα». Με πήγαν πρώτα στο 4ο [τμήμα στην Ομόνοια] όπου έμεινα τέσσερις ώρες. Εξακρίβωση στα στοιχεία, μόλις μπήκα τα έδωσα όλα κανονικά. Περιμένω, περιμένω, τέσσερις ώρες. Πέθανα. Λέω «Βοήθεια, πηγαίνετέ με σε ένα νοσοκομείο. Κάντε κάτι, παρακαλώ».
Αντ’ αυτού, οι αστυνομικοί μετέφεραν τον Γιάννη στο αστυνομικό τμήμα Ελληνικού, σε απόσταση 11 χιλιομέτρων από το κέντρο, και εν συνεχεία τον άφησαν ελεύθερο γύρω στη μία τα ξημερώματα. Περίμενε άλλες τέσσερις ώρες σε ένα παγκάκι μέχρι να ξεκινήσουν τα δρομολόγια της δημόσιας συγκοινωνίας, και σε διάστημα μίας ώρας από τη στιγμή που γύρισε στο κέντρο τον σταμάτησαν ξανά οι ίδιοι αστυνομικοί. «Λέω “Ντροπή σας. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω”».
Ελάχιστοι μόνον από τους ελέγχους εξακρίβωσης στοιχείων που αναφέρθηκαν στη Human Rights Watch οδήγησαν σε σύλληψη ή άσκηση δίωξης για αδικήματα σχετικά με πορνεία, χρήση ναρκωτικών ή άλλα αδικήματα, στοιχείο που υποδηλώνει ότι η αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας αποφασίζει ποιους σταματά για έλεγχο για άλλους λόγους και όχι βάσει εύλογης και εξατομικευμένης υπόνοιας για εγκληματική συμπεριφορά.
Περιπολικό της αστυνομίας στην άκρη του δρόμου στην Αθήνα. Οι υπερβολικά ευρείες εξουσίες της αστυνομίας όσον αφορά τους ελέγχους και τη σωματική έρευνα, σε συνδυασμό με τις εντολές για στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, έχουν οδηγήσει σε πολυάριθμους αδικαιολόγητους ελέγχους των χρηστών ναρκωτικών, των εκδιδόμενων ατόμων και των αστέγων. © 2014 Human Rights Watch
Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, οι αστυνομικοί έχουν την εξουσία να σταματούν οποιοδήποτε πρόσωπο βάσει υπόνοιας ότι έχει διαπραχθεί ή ενδέχεται να διαπραχθεί εγκληματική πράξη και να διενεργούν σωματικές έρευνες προσώπων, έρευνες χώρων προσιτών στο κοινό, έρευνες μεταφορικών μέσων και μεταφερόμενων αντικειμένων για προληπτικούς σκοπούς. Σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από την αστυνομία ως «ύποπτα δημόσια κέντρα» οι αστυνομικοί μπορούν να διενεργούν ελέγχους και έρευνες χωρίς καμία αιτιολογία. Οι αστυνομικοί μπορούν να προσάγουν στο αστυνομικό τμήμα άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους, διαθέτουν έγγραφα ταυτότητας και οι αστυνομικοί θεωρούν ότι απαιτείται περαιτέρω εξέταση του νομικού φακέλου τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης ή πρόθεσης διάπραξης αδικήματος.
Ο Βασίλης Ντούμας, ανώτερος αξιωματούχος του Σωματείου Ειδικών Φρουρών της Ελληνικής Αστυνομίας Αττικής, δήλωσε ότι οι αστυνομικοί ενεργούν βάσει εντολών και ποσοστώσεων, που συχνά κατευθύνονται από τους πολιτικούς και όχι από τις ανάγκες αστυνόμευσης. «[Α]ς πούμε… αν πρόκειται να περάσει κάποιος ξένος υπουργός από την Πατησίων, οι εντολές είναι να “καθαρίσουμε” την Πατησίων. Να την “καθαρίσουμε”, επί λέξει, για να είναι όμορφη και πολιτισμένη για να περάσει ένας άνθρωπος».
Ένας αστυνομικός που συμμετείχε σε επιχειρήσεις «σκούπα» και τακτικούς ελέγχους στο κέντρο της πόλης, ο οποίος παραχώρησε συνέντευξη με την προϋπόθεση της τήρησης της ανωνυμίας του, ανέφερε στη Human Rights Watch τον Σεπτέμβριο του 2014 ότι μερικές φορές λάμβανε εντολές για προσαγωγή μόνο χρηστών ναρκωτικών ή εκδιδόμενων ατόμων. Εντούτοις, όπως ανέφερε, δεν έκανε προσαγωγές χωρίς συγκεκριμένη αιτία: «Κάνω προσαγωγή είκοσι άτομα για τα οποία έχω πραγματική υπόνοια [ότι έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα], και από αυτούς μόνο ο ένας είναι χρήστης».
Σε χωριστές συναντήσεις με τη Human Rights Watch τον Σεπτέμβριο του 2014, τρεις ανώτεροι αξιωματικοί του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Ομονοίας, Βασίλειος Ρόκκος, αρνήθηκαν όλοι ότι γίνονται μεταγωγές ατόμων από αστυνομικά τμήματα του κέντρου σε απομακρυσμένα αστυνομικά τμήματα. Παρότι αυτή η πρακτική φαίνεται να έχει σταματήσει από τότε που πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, φαίνεται ότι συνεχίζονται οι συχνοί αστυνομικοί έλεγχοι, η παρενόχληση και οι προσαγωγές σε κεντρικά αστυνομικά τμήματα για εξακρίβωση στοιχείων.
Οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν αρνήθηκαν ότι γίνονται προσαγωγές ατόμων σε κεντρικά αστυνομικά τμήματα για την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητάς τους.
Ο διοικητής κ. Ρόκκος ανέφερε ότι είναι λογικό να γίνονται έλεγχοι εξακρίβωσης στοιχείων σε άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών, καθώς και προσαγωγές στο αστυνομικό τμήμα, λόγω της εγκληματικής φύσης αυτής της δραστηριότητας και λόγω της ανάγκης να εξακριβωθεί εάν εκκρεμεί δικαστική απόφαση ή ένταλμα σε βάρος του ατόμου. «Στον δρόμο, δεν μπορούμε να κάνουμε εξακρίβωση [της ταυτότητας και του νομικού φακέλου], θα μπορούσαν να δίνουν ψευδή στοιχεία», δήλωσε. Ανέφερε δε ότι, όταν η αστυνομία βλέπει ένα πρόσωπο να πλησιάζει μια ομάδα ατόμων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, η κίνηση αυτή είναι «ύποπτη» και δικαιολογεί τον αστυνομικό έλεγχο, επειδή «το πλέον προφανές» είναι ότι πρόκειται για πώληση ναρκωτικών.
Σωματική και λεκτική κακοποίηση
Δεκαπέντε από τους συνεντευξιαζόμενους περιέγραψαν περιστατικά σωματικής κακοποίησης, περιλαμβανομένων ξυλοδαρμών, ενώ σχεδόν όλοι διαμαρτυρήθηκαν για κακές πρακτικές της αστυνομίας και αγενή, προσβλητική και απειλητική συμπεριφορά.
Η Αφροδίτη, 28 ετών, η οποία δήλωσε ότι εκδιδόταν για να εξασφαλίζει τη δόση της και να πληρώνει το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένει, ανέφερε στη Human Rights Watch ότι τον Μάρτιο του 2014 ένας αστυνομικός την αποκάλεσε «πουτάνα» και την κακοποίησε σωματικά στο πλαίσιο ελέγχου εξακρίβωσης στοιχείων: Με έβαλαν στην κλούβα. Ρώτησα σε ποιο τμήμα θα μας πάνε με ευγενικό τρόπο γιατί έπρεπε να γυρίσω πίσω [στη δουλειά μου]. Δεν μου απαντούσαν. Επειδή ύψωσα λίγο τη φωνή μου από παράπονο, ο ένας από τους τρεις [αστυνομικούς] μου απάντησε βρίζοντας «Σκάσε μωρή καριόλα»... Μας πήγαν Αιγάλεω και... o [ίδιος] ασφαλίτης... ήρθε και μου έδωσε σφαλιάρα πολύ δυνατή. Μου έφυγαν τα γυαλιά και μου μάτωσε το στόμα. Και μίλαγε με όλες τις βρισιές που υπάρχουν και συμπεριφερόταν σαν τρελός. Οι συνάδελφοί του δεν είπανε τίποτα. Μας έκαναν εξακρίβωση στο τμήμα και σε 20 λεπτά είχαμε τελειώσει.
Η Nikkita, μια 28χρονη διαφυλική εκδιδόμενη από τη Βουλγαρία, δήλωσε ότι ένας αστυνομικός στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας την χαστούκισε, τραυματίζοντάς την στο μάτι, επειδή αντιστάθηκε στη μεταγωγή της για εξακρίβωση στοιχείων σε άλλο αστυνομικό τμήμα μακριά από το κέντρο της πόλης. Η Nikkita οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα μαζί με άλλα 18 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και άλλων διαφυλικών εκδιδόμενων ατόμων. Όταν η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από τη Nikkita, τον Ιούνιο του 2014, δύο ημέρες μετά το συμβάν, η Nikkita είχε ορατά τραύματα στο μάτι και στο χέρι της.
Η Nikkita ανέφερε ότι δεν ήταν η πρώτη της συνάντηση με τον συγκεκριμένο αστυνομικό και ότι εκείνος συχνά την προσβάλλει και της λέει ότι πρέπει «να γυρίσει στη χώρα της». Ο ίδιος αστυνομικός είπε σε ερευνήτρια της Human Rights Watch ότι τα διαφυλικά εκδιδόμενα άτομα από τη Βουλγαρία «έχουν αρρώστιες, είναι κακοποιά στοιχεία, παίρνουν ναρκωτικά και ήρθαν από τη χώρα τους για να τα κάνουν όλα αυτά εδώ πέρα».
Η Ειρήνη, 39 ετών, πρώην χρήστρια ναρκωτικών η οποία έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης, ανέφερε ότι ένας αστυνομικός από το αστυνομικό τμήμα Ομονοίας την χαστούκισε τόσο δυνατά που της έσπασε δύο δόντια όταν εκείνη αντιστάθηκε στη μεταγωγή της σε άλλο αστυνομικό τμήμα μακριά από το κέντρο αργά τη νύχτα. Όταν ρώτησε για ποιον λόγο έπρεπε να πάει εκεί, ένας αστυνομικός της είπε «“θα πάτε ταξιδάκι για να μάθετε να μην περνάτε από την Αθήνα”... Και το ένα έφερε το άλλο. Έφαγα λοιπόν μία μπουνίτσα από τον συγκεκριμένο αστυνομικό, με αποτέλεσμα να ματώσω ολόκληρη και να μου σπάσουν τα 2 δόντια».
Ο Hamid, ένας 24χρονος μετανάστης χωρίς έγγραφα από το Αφγανιστάν, ο οποίος κάνει χρήση ηρωίνης και είναι άστεγος, δήλωσε ότι τον Απρίλιο του 2014 αστυνομικοί τον κλότσησαν προσπαθώντας να τον απομακρύνουν από το σημείο όπου κοιμόταν: «Μου έδωσαν πέντε με έξι κλοτσιές. Μου έδωσαν μία κλοτσιά, [τόσο δυνατή που] μου κόπηκε η ανάσα. Με χτυπάγανε συνέχεια».
Ο Αναστάσης, 45 ετών, πρώην αξιωματικός του στρατού, ανέφερε ότι κάνει ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης τα τελευταία 11 χρόνια για να αντιμετωπίσει την απώλεια της εργασίας του και τη ζωή στον δρόμο. Θυμόταν τον εξευτελισμό που υπέστη όταν οκτώ αστυνομικοί τον ανάγκασαν να σκύψει στη μέση του δρόμου για εξέταση του ορθού με φακό, και στη συνέχεια τον χτύπησαν όταν αυτός αρνήθηκε: Με κοιτάξανε πίσω. Μου είπαν «Άνοιξέ τα ρε» και κοιτάξανε κανονικά με φακό. Και έσκυψα έτσι. Και γελάγανε... Μου πήρε το κεφάλι [ένας από τους αστυνομικούς] και μου το χτύπαγε στα ρολά. Τρώω κάτι κλοτσιές. Είχα κάτι σύνεργα, μου τα έσπασε. Μου πέταξε τα χαρτιά μου. Είχα φωτοτυπία την ταυτότητά μου και μου την έσκισε γιατί ήταν άκυρη, λέει. Και λέει, «Αν σε ξαναβρώ, τον φακό θα στον χώσω μέσα». Του έλεγα πως είναι χτυπημένο το πόδι μου και ήταν σαν να του έλεγα «Βάρα το χτυπημένο πόδι». Δηλαδή όπου έλεγα πως είμαι χτυπημένος, εκεί με βάραγε. Και γελάγανε.
Κανένας από τους συνεντευξιαζόμενους δεν ανέφερε τα περιστατικά βίας στις αρχές. Η Nikkita και η Ειρήνη ανέφεραν ότι θα ήθελαν να υποβάλουν καταγγελία σε βάρος των αστυνομικών, αλλά δεν πρόκειται να το πράξουν επειδή δεν εμπιστεύονται την αστυνομία. Η Ειρήνη φοβόταν ότι θα κατέληγε να κατηγορηθεί για αντίσταση κατά της αρχής, ενώ η Nikkita πίστευε ότι η καταγγελία δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα.
Διεθνείς φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικρίνει κατά καιρούς την Ελλάδα επειδή δεν αναγνωρίζει ότι η κακομεταχείριση εκ μέρους της αστυνομίας αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και έχουν προτείνει επανειλημμένα να συγκροτηθεί ένας αξιόπιστος, ανεξάρτητος και αποτελεσματικός μηχανισμός καταγγελιών για τη διερεύνηση ισχυρισμών περί καταχρηστικών πρακτικών της αστυνομίας. Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη συνέστησε το 2011 ένα γραφείο αντιμετώπισης περιστατικών αυθαιρεσίας της αστυνομίας, αλλά το γραφείο δεν έχει ακόμη αρχίσει να λειτουργεί και διαθέτει περιορισμένη εντολή, με δυνατότητα να αποφαίνεται μόνον επί του παραδεκτού των καταγγελιών. Οι καταγγελίες περιστατικών που κρίνονται παραδεκτές θα διαβιβάζονται στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των σωμάτων ασφαλείας για περαιτέρω διερεύνηση, γεγονός που εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία των εν λόγω ερευνών. Στις αρχές Απριλίου, ο κ. Πανούσης, ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, δήλωσε ότι το γραφείο καταγγελιών θα αρχίσει να λειτουργεί σύντομα, αλλά δεν ανακοίνωσε αλλαγές όσον αφορά την περιορισμένη εντολή του.
Αντίκτυπος της αστυνόμευσης στο δικαίωμα στην υγεία
Οι χρήστες ναρκωτικών, τα εκδιδόμενα άτομα και οι άστεγοι συχνά αντιμετωπίζουν συνθήκες ακραίας ένδειας και κινδύνους για την υγεία τους. Οι προσαγωγές παρεμποδίζουν τη δυνατότητα των εν λόγω ομάδων να έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση για θέματα υγείας, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τις άλλες υπηρεσίες που έχουν ανάγκη, καθώς και την πλήρη άσκηση του δικαιώματός τους στην υγεία. Αυτές οι πρακτικές αστυνόμευσης υπονομεύουν το έργο ανεξάρτητων δημόσιων οργανισμών όπως ο ΟΚΑΝΑ (κρατικός Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών) και το ΚΕΘΕΑ ή μη κυβερνητικών οργανώσεων όπως η Praksis, οι Γιατροί του Κόσμου ή η Θετική Φωνή και το πρόγραμμά της για δράσεις δρόμου, Athens Checkpoint, το οποίο έργο συνίσταται στην παροχή άμεσων υπηρεσιών σε αυτές τις ευπαθείς ομάδες.
Ο ΟΚΑΝΑ και το ΚΕΘΕΑ έχουν θέσει σε λειτουργία κέντρα ημέρας στο κέντρο της Αθήνας, όπου οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν μια στάση, να πλύνουν τα ρούχα τους, να κάνουν μπάνιο, να μαγειρέψουν, να κοινωνικοποιηθούν, να συναντηθούν με ιατρό ή κοινωνικό λειτουργό, να παραλάβουν εξοπλισμό για ασφαλέστερες ενέσεις ή να ενημερωθούν για τις δυνατότητες θεραπείας για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες. Πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους, ιδίως εκείνοι που ήταν άστεγοι, είπαν ότι αυτά τα κέντρα είναι μέρη όπου οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν μια ανάσα από τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα της ζωής στον δρόμο και να λάβουν την υποστήριξη που χρειάζονται. Ωστόσο, οι συνεντευξιαζόμενοι ανέφεραν ότι η αστυνομία τούς σταματούσε επανειλημμένα καθώς πήγαιναν ή έφευγαν από τα εν λόγω κέντρα.
Ο κ. Περτετσόγλου, επικεφαλής του κέντρου ημέρας του ΚΕΘΕΑ στην Αθήνα για ενεργούς χρήστες ναρκωτικών, ανέφερε ότι οι πρακτικές αστυνόμευσης στο κέντρο της Αθήνας έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε όσους ωφελούνται από αυτές τις υπηρεσίες.
Η αποθήκη στο υπνωτήριο αστέγων των Γιατρών του Κόσμου, το οποίο παρέχει κλίνες, ζεστό μπάνιο και ένα μέρος όπου οι άστεγοι μπορούν να πλύνουν τα ρούχα τους. ©2014 Human Rights Watch
Εικοσιένα άτομα μεταξύ των συνεντευξιαζόμενων περιέγραψαν καταστάσεις στις οποίες οι αστυνομικοί έλεγχοι παρεμπόδισαν την άσκηση του δικαιώματός τους στην υγεία, περιλαμβανομένης της πρόσβασής τους σε ιατρό και σε απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή, καθώς και σε υπηρεσίες και ενημέρωση σχετικά με την πρόληψη του HIV, σε μεθαδόνη και άλλα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Έχουμε συνηθίσει· μερικές φορές [οι αστυνομικοί] κάνουν εξακρίβωση στοιχείων μπροστά στο κέντρο. Συλλαμβάνουν κόσμο μπροστά στο κέντρο... [Οι χρήστες ναρκωτικών] χάνουν σημαντικά ραντεβού. Αυτό συμβαίνει επανειλημμένα. Μπορεί να είναι ραντεβού στο πλαίσιο κάποιου προγράμματος ή ραντεβού με γιατρό. Είναι σοβαρό. Πρόκειται για ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια και [δεν πρέπει να] αντιμετωπίζονται μονίμως με βίαιο τρόπο.
Η Άννα, η οροθετική που δήλωσε ότι εκδιδόταν για να εξασφαλίσει τη δόση της, ανέφερε ότι στις 9 Ιουνίου 2014 δεν πρόλαβε να πάρει το χάπι της αντιρετροϊκής αγωγής της, καθώς την σταμάτησαν αστυνομικοί κοντά στην πλατεία Ομονοίας στις 8.30 μ.μ. και την έθεσαν υπό κράτηση για περίπου δύο ώρες, πρώτα στην Ομόνοια και μετά στον Πειραιά, σε απόσταση 11 χιλιομέτρων.
Ο Δημήτρης, 58 ετών, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας, έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα μεθαδόνης και ζει στον δρόμο, ανέφερε ότι δύο αστυνομικοί τον σταμάτησαν για έλεγχο στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας στις 31 Ιουλίου 2014 και κατέστρεψαν τα υπνωτικά χάπια τα οποία του είχε συνταγογραφήσει ιατρός του ΟΚΑΝΑ. Από τότε, ο Δημήτρης έχει επάνω του ένα σημείωμα από τον ιατρό του που αναφέρει ότι τα χάπια έχουν χορηγηθεί νόμιμα με ιατρική συνταγή.
Ο Nemir, ένας 40χρονος μετανάστης χωρίς έγγραφα από το Ιράκ, ο οποίος είναι οροθετικός άστεγος χρήστης ναρκωτικών, δήλωσε τον Ιούλιο του 2014 ότι δύο μήνες πριν από τη συνομιλία μας τον σταμάτησε η αστυνομία καθώς πήγαινε για ιατρική εξέταση. Τον έθεσαν υπό κράτηση σε δύο αστυνομικά τμήματα για πάνω από δώδεκα ώρες και κατέστρεψαν τις καθαρές βελόνες του. «Σύριγγες, επειδή είμαι οροθετικός, έχω τις δικές μου, για να μην κολλήσω κανέναν. Και αυτοί για σπάσιμο τις πήραν και μου τις έσπασαν».
Ο Γιάννης, ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και ζει στον δρόμο, δήλωσε στις 31 Ιουλίου ότι την προηγούμενη ημέρα ο αστυνομικός έλεγχος τον εμπόδισε να πάει σε ραντεβού που είχε για χειρουργική επέμβαση λόγω σοβαρού αποστήματος στο χέρι του: Σου χαλάνε όλη την ημέρα, όλο το πρόγραμμα, την υγεία… Λέω [στον αστυνομικό] «Με έχεις πάρει δεκαπέντε φορές εσύ ο ίδιος. Ξέρεις ότι είμαι εγώ. Δεν εκκρεμεί ούτε απόφαση ούτε τίποτα εναντίον μου. Σε παρακαλώ άφησέ με να πάω να κάνω την εγχείρησή μου, έχω ραντεβού με τον χειρούργο». Λέω, «έχω πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό» και τους το δείχνω… Δεν το έλαβε υπόψη του. «Κάτσε εκεί», μου λέει. Και έχασα την εγχείρηση. Εγώ να πεθαίνω από τον πόνο... Προσπάθησα να τους πω 100 φορές «Ρε παιδιά, σας παρακαλώ, έχω πρόβλημα». Τίποτα, δεν το λάμβανε κανένας υπόψη. Το ραντεβού ήταν στις δέκα το πρωί. Μετά έγινε η εξακρίβωση και με άφησαν, και πήγα [στο νοσοκομείο] και ο χειρούργος δεν ήταν πια εκεί, είχε φύγει... Και ξέρετε τι έκανα από την απελπισία μου; Άνοιξα το απόστημα μόνος μου.
Ο Κάρολος, 31 ετών, ο οποίος κάνει ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης και είναι άστεγος, δήλωσε ότι βρίσκεται σε λίστα αναμονής για ένα πρόγραμμα βουπρενορφίνης από το 2012. Είπε ότι απελπίστηκε όταν τον σταμάτησε η αστυνομία δύο φορές ενώ πήγαινε στο ΚΕΘΕΑ για να ενημερωθεί για την ένταξη σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Ανέφερε δε ότι τη δεύτερη φορά, τον Ιούνιο του 2014, ένας από τους αστυνομικούς τον χαστούκισε και ότι έχασε το ραντεβού του επειδή τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων για εξακρίβωση στοιχείων: Εκεί σου γαμάει την ψυχολογία τελείως γιατί παίρνεις μια απόφαση και λες κάνω μια κίνηση [να κόψω] και ξαφνικά είναι σαν να σου ισοπεδώνουν αυτά τα συναισθήματα, το θάρρος. Μετά από αυτό πέρασε πολύς καιρός για να πάω [ξανά στο ΚΕΘΕΑ]. Με επηρέασε γιατί η αστυνομία μού τράβηξε και δύο σφαλιάρες. Εκεί ένιωσα ένα περίεργο μίσος μέσα μου και είπα «δεν πάω ούτε πρόγραμμα ούτε τίποτα».
Η Ιωάννα, 37 ετών, οροθετική χρήστρια ναρκωτικών, δήλωσε τον Αύγουστο του 2014 ότι είχε χάσει πολλές συναντήσεις στον ΟΚΑΝΑ λόγω των αστυνομικών ελέγχων. «Προσπαθώ να φτιάξω τη ζωή μου και [οι αστυνομικοί] δεν με αφήνουν», είπε, ξεσπώντας σε κλάματα.
Από τις αρχές του 2011, στην Ελλάδα έχει σημειωθεί απότομη αύξηση των νέων κρουσμάτων μόλυνσης με HIV μεταξύ των ατόμων που κάνουν χρήση ενέσιμων ναρκωτικών στην Αθήνα. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ο αριθμός νέων κρουσμάτων μεταξύ των ατόμων που κάνουν χρήση ενέσιμων ναρκωτικών αυξήθηκε από 12 το 2010 σε 241 το 2011, 522 το 2012 και 262 το 2013. Σε εκτίμηση κινδύνου για την κατάσταση του HIV στην Ελλάδα η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2013, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) ανέφερε την έλλειψη διανομής υλικού όπως βελόνες –διανέμονται 15 σύριγγες ανά χρήστη ενέσιμων ναρκωτικών ετησίως– και τους περιορισμούς όσον αφορά τη θεραπεία υποκατάστασης οπιοειδών –λίστα αναμονής τεσσάρων ετών στην Αθήνα– ως παράγοντες που συντελούν στο φαινόμενο. Το ECDC ανέφερε ότι οι αρχές πρέπει να λάβουν επειγόντως μέτρα για να μειώσουν τον μέσο χρόνο αναμονής για θεραπεία υποκατάστασης οπιοειδών σε λιγότερο από δύο μήνες, καθώς και να επεκτείνουν τα προγράμματα διανομής συρίγγων ώστε να παρέχουν τουλάχιστον 200 σύριγγες ετησίως για κάθε χρήστη ενέσιμων ναρκωτικών.
Το ΚΕΘΕΑ δήλωσε στη Human Rights Watch ότι πρακτικά όλοι οι χρήστες ναρκωτικών που προσήλθαν στο κέντρο ημέρας του ΚΕΘΕΑ για χρήστες ναρκωτικών στην Αθήνα στο διάστημα από τον Οκτώβριο του 2013 έως τον Μάιο του 2014 ανέφεραν ότι είχαν προβλήματα υγείας, αλλά είχαν περιορισμένη ή ανύπαρκτη πρόσβαση σε δημόσια υγειονομική περίθαλψη. Τέσσερις στους 10 δήλωσαν ότι δεν είχαν ασφάλιση υγείας, 1 στους 10 ανέφερε ότι ήταν οροθετικός και 3 στους 10 ανέφεραν ότι είχαν ηπατίτιδα C. Το ποσοστό των χρηστών ναρκωτικών που πάσχουν από αυτές και άλλες ασθένειες μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερο από ό,τι υποδεικνύουν τα ευρήματα του ΚΕΘΕΑ, καθώς πολλοί ανέφεραν ότι δεν είχαν υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις.
Παρεμπόδιση των συμμετεχόντων σε δράσεις δρόμου από την αστυνομία
Σε πέντε περιπτώσεις, στο διάστημα από τις 28 Μαΐου έως τις 26 Ιουνίου 2014, μια ερευνήτρια της Human Rights Watch έγινε μάρτυρας περιστατικών κατά τα οποία η αστυνομία σταμάτησε τους συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου του Athens Checkpoint, ενός κέντρου πρόληψης του HIV, εμποδίζοντάς τους να διανείμουν προφυλακτικά στο κέντρο της Αθήνας.
Oι συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου από το Athens Checkpoint, ένα κέντρο πρόληψης του HIV, συνομιλούν με άστεγο χρήστη ναρκωτικών στην Αθήνα. Υπάρχει καθολική απαγόρευση πρόσβασης για τους ενεργούς χρήστες ναρκωτικών σε κρατικούς και δημοτικούς ξενώνες αστέγων. © 2014 Human Rights Watch.
Στις 28 Μαΐου 2014, διαφορετικοί αστυνομικοί σταμάτησαν δύο συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου συνοδευόμενους από την ερευνήτρια της Human Rights Watch δύο φορές σε διάστημα 10 λεπτών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου ελέγχου και της σωματικής έρευνας, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα χάπι αντιρετροϊκής αγωγής στα προσωπικά αντικείμενα ενός οροθετικού μέλους της ομάδας δρόμου. Ένας από τους αστυνομικούς φώναζε επιθετικά «Ποιος έχει AIDS, ποιος έχει AIDS; Εσύ;» στη μέση του δρόμου. Όταν τα μέλη της ομάδας διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά του αστυνομικού, η ερευνήτρια της Human Rights Watch και η ομάδα δρόμου προσήχθησαν στο αστυνομικό τμήμα Ακρόπολης για εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητάς τους. Ο Στέργιος Μάτης, ένας από τους συμμετέχοντες στις δράσεις δρόμου του κέντρου Athens Checkpoint περιέγραψε το περιστατικό:
Εξηγήσαμε ποιοι είμαστε. Ότι μας είχαν σταματήσει και ελέγξει μόλις πριν από πέντε λεπτά μπροστά από το αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας. Μετά προσπαθήσαμε να τους εξηγήσουμε ότι μας καθυστερούσαν από το έργο μας και ότι είχαμε να επιτελέσουμε ένα συγκεκριμένο καθήκον ως εθελοντές, και αυτοί δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό… Όταν αντιδράσαμε, οι αστυνομικοί απάντησαν ότι θα μας πάνε στο τμήμα, έτσι «για να δείτε τι θα πάθετε, τι μπορούμε να σας κάνουμε». Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, μας έγδυσαν, μας ανάγκασαν να κάτσουμε...να σκύψουμε για να δουν αν έχουμε ναρκωτικά. Ήξεραν ότι είμαστε καθαροί, επειδή ήξεραν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Το έκαναν απλώς για επίδειξη ισχύος.
Η ερευνήτρια της Human Rights Watch δεν υποβλήθηκε σε σωματική έρευνα.
Οι αστυνομικοί απείλησαν να υποβάλουν έγκληση για «εξύβριση αρχής» κατά των μελών της ομάδας επειδή αποκάλεσαν τους αστυνομικούς «ανεκπαίδευτους» λόγω της έλλειψης πληροφόρησής τους για τον HIV, τα δε μέλη της ομάδας απείλησαν να αναφέρουν το περιστατικό στα μέσα ενημέρωσης και να υποβάλουν καταγγελία για παραβίαση ιδιωτικότητας. Εντέλει, τόσο ο αξιωματικός υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος –ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στον έλεγχο– όσο και ο άμεσος προϊστάμενος των αστυνομικών αναγνώρισαν την έλλειψη ενημέρωσης που επικρατεί στην αστυνομία σχετικά με τον HIV και υποσχέθηκαν να αρχίσουν συζητήσεις με το κέντρο Athens Checkpoint για πιθανή εκπαίδευση σχετικά με τον HIV. Μετά από μία ώρα, η ομάδα αφέθηκε ελεύθερη.
Στις 25 Ιουνίου 2014, μια ομάδα αστυνομικών, εκ των οποίων ορισμένοι ήταν ένστολοι και άλλοι φορούσαν πολιτικά, σταμάτησε τρεις συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου του Athens Checkpoint και μία ερευνήτρια της Human Rights Watch στην οδό Σατωβριάνδου έξω από ξενοδοχεία όπου η εν λόγω ομάδα δρόμου είχε μόλις διανείμει προφυλακτικά. Ένας από τους αστυνομικούς ήταν μεταξύ εκείνων που τους είχαν σταματήσει ξανά στις 18 Ιουνίου 2014. Μόλις οι συμμετέχοντες στην ομάδα δρόμου πέρασαν μπροστά από τους αστυνομικούς, ο αστυνομικός που τους είχε ανακρίνει την προηγούμενη εβδομάδα είπε με επιθετικό ύφος: «Παιδιά, για ελάτε λίγο εδώ, όπως είσαστε τις ταυτότητές σας όλοι! Όλοι!» Ένα από τα μέλη της ομάδας δρόμου διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «Κάθε βδομάδα το ίδιο πράγμα». Ο αστυνομικός απάντησε «Ναι, κάθε βδομάδα, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή».
Εθελοντής του Athens Checkpoint, μιας ομάδας πρόληψης του HIV, ανανεώνει το απόθεμα των προφυλακτικών που διανέμονται δωρεάν στο κέντρο της Αθήνας. Από το 2011, στην Αθήνα έχει σημειωθεί απότομη αύξηση των νέων κρουσμάτων μόλυνσης με HIV μεταξύ των ατόμων που κάνουν χρήση ενέσιμων ναρκωτικών. © 2014 Human Rights Watch
Τα μέλη της ομάδας έδωσαν τα στοιχεία τους λέγοντας ότι είναι από το Athens Checkpoint, και η ερευνήτρια της Human Rights Watch έδωσε επίσης τα στοιχεία της. Ο αστυνομικός απείλησε με προσαγωγή όλων στο αστυνομικό τμήμα. Ζήτησε επίσημο έγγραφο με σφραγίδα από το Athens Checkpoint ως αποδεικτικό της εργασίας τους. Ένα μέλος της ομάδας δρόμου ξαναείπε, «κάθε βδομάδα κάνετε το ίδιο πράγμα» και ο αστυνομικός απάντησε, «και θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι να διευθετηθεί». Οι αστυνομικοί άφησαν ελεύθερη την ομάδα μετά από πέντε λεπτά, όταν ένα από τα μέλη της ομάδας ανέφερε το όνομα υψηλόβαθμου αστυνομικού ο οποίος είχε συμβουλεύσει τους συμμετέχοντες σε δράσεις δρόμου να χρησιμοποιήσουν το όνομά του σε περίπτωση που τους σταματούσε η αστυνομία.
Πηγή: Human Rights Watch
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου