Νίκος Ρωμανός: ΟΛΗ η ιστορία του παιδιού με το Καλάσνικοφ που ΑΓΡΙΕΨΕ νωρίς…[photos]
Η ζωή σαν μυθιστόρημα του νεαρού απεργού πείνας που έμαθε να ερωτεύεται και να μισεί χωρίς μέτρο μεγαλώνοντας στην παράξενη οικογένεια Νάσιουτζικ…
Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
Στο μυαλό του υπάρχουν μόνο σημάδια από αίμα, ίχνη από το μελάνι το οποίο στάζει σε κάθε επιστολή που γράφει, φωνές από ατελείωτα ανθρωποκυνηγητά. Υπάρχουν ενδεχομένως και οι λέξεις από το γράμμα που είχε στείλει πριν από έναν χρόνο μέσα από τις φυλακές προς τους υπόλοιπους συντρόφους: «Κάτοικος στη χώρα του παγωμένου νότου εδώ και έναν χρόνο σχεδόν, ο πάγος έχει εξαπλωθεί πλέον και στο σώμα μου.
Μονότονη καθημερινότητα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, γενική ακινησία. Εδώ τα σύνορα έχουν μεταμορφωθεί σε σιδερένιες πόρτες και τοίχους». Ακόμη και τώρα, αντικρίζοντας τους λευκούς τοίχους του νοσοκομείου βλέπει το σκουριασμένο άστρο να σημαδεύει το σύνορο ενός μαύρου -ίσως και κόκκινου- παρελθόντος, εκεί όπου απλώνεται η μυρωδιά από το αίμα, το ιωδοφόρμιο, την αμμωνία, το μπαρούτι που καίγεται. Ενας δηλητηριώδης αχνός τυλίγει τα ντουβάρια του νοσοκομείου και των φυλακών και γίνεται το ομιχλώδες όραμα που επανέρχεται στο μυαλό του εδώ και κάποιον καιρό – κάτι σαν την ταινία «Fight Club» χωρίς τα στυλιστικά κατάλοιπα.
Και όντως, η ζωή του Νίκου Ρωμανού, όπως καταγράφεται μέχρι τώρα στα 21 του χρόνια και τις 28 ημέρες που παραμένει ζωντανός από την απεργία πείνας, μοιάζει μόνο με μυθιστόρημα. Ισως έχει να κάνει με τα πρώτα ανίερα σκιρτήματα που ένιωσε όταν κατάλαβε ότι περισσότερα κοινά έχει με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι παρά με τους συνομηλίκους του, αλλά και με τον διαχωρισμό από τους ανθρώπους του καθημερινού «συμβιβασμού και της ήττας», όπως τους αποκαλούσε. Ισως τελικά κατά βάθος να αφορά τον τρόπο με τον οποίο γαλουχήθηκε – αφού έμαθε να λατρεύει το απόλυτο, να ερωτεύεται και να μισεί μέχρι τέλους, να μη δέχεται το μέτρο. Ενα παιδί που δεν έχει δει ποτέ μέχρι την εφηβεία του τηλεόραση, αλλά που ξέρει από μικρό τι σημαίνει φυλάκιση και εγκλεισμός όταν το έζησε στο πετσί του με τον αγαπημένο του παππού.
Ενα παιδί που δεν είδε το αίμα να κυλάει σε ψεύτικα σίριαλ, αλλά πάνω στα αχνισμένα δάπεδα της Τζαβέλα, όταν ο κολλητός του Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος σπαρταρούσε πεθαίνοντας στην αγκαλιά του. Ενα παιδί που ήξερε τι σημαίνει να βλέπει τη μητέρα του να κλαίει πίσω από τα κατεβασμένα παράθυρα. Ενα παιδί που για την κοινωνία ήταν ο παράξενος εγγονός του «δολοφόνου» – αυτό το παιδί δεν μπορεί παρά να θελήσει να γράψει κάποια στιγμή τη δική του ιστορία και να το κάνει στρέφοντας τα όπλα ενάντια στην κοινωνία που θεωρεί ότι τον αδίκησε.
Μέσα στον φαύλο κύκλο της βίας που φέρνει κατά πολύ στο μυαλό την κατάρα των Λαβδακιδών -όπου δυστυχισμένα τέκνα επιφανών οικογενειών διψούν για εκδίκηση και δεν γλιτώνουν από τη λογική της αυτοκαταστροφής-, ο Νίκος Ρωμανός είναι το αποτέλεσμα του ίδιου κύκλου που τον έκλεισε ερμητικά μέσα του και δεν του επιτρέπει να φύγει παρά μόνο θέτοντας το δίλημμα «ζωντανός ή νεκρός». Η μητέρα του Παυλίνα Νάσιουτζικ, αναγνωρίζοντας από πολύ νωρίς τη μοίρα της οικογένειας, έλεγε πως ακολουθούμε τη μοίρα «μιας ηροδότειας ιστορίας μονότονης που διακόπτεται πότε-πότε από το ρίγος του θανάτου». Και η αλήθεια είναι ότι η μεταφορική δεινότητα -η ικανότητα να βάζει κανείς τα παράφορα αισθήματα σε λέξεις- δεν έλειψε ποτέ από κανένα μέλος της οικογένειας Νάσιουτζικ-Ρωμανού.
Το παιδί-θαύμα και το στίγμα μιας δολοφονίας
Αυτό που έλειψε σίγουρα είναι η κανονικότητα. Τα κυριακάτικα απογεύματα που τα αγόρια βλέπουν μπάλα και τα κορίτσια το σκάνε για κρυφό ραντεβού, τα μέλη της οικογένειας Νάσιουτζικ, πάντα πολύ στενά δεμένα μεταξύ τους, προτιμούσαν να μαζεύονται στο όμορφο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού στο Παλαιό Ψυχικό και να μιλάνε για τα βιβλία που ξεφύλλισαν, τους παλιούς στενούς φίλους όπως τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Χειμωνά. Ενίοτε δε παίζουν και ωραία κομμάτια στο πιάνο – σαν αυτά που εκτελούσε άψογα το παιδί-θαύμα Νίκος Ρωμανός, ο οποίος αγαπούσε από μικρός οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τέχνες: τον Μότσαρτ -ειδικά το 21ο Κοντσέρτο-, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σταντάλ, τις φωτογραφίες του οποίου είχε κρεμασμένες η μητέρα στους τοίχους του σπιτιού, στη θέση των Αγίων.
Η οικογένεια, ζώντας το δικό της μυθιστόρημα με αρκετές τραγικές σελίδες που δεν λένε να τελειώσουν, δεν είχε ανάγκη την έξωθεν κοινωνική μαρτυρία, καθώς τους αρκούσε η εσωτερική σιωπηρή συνενοχή – αυτή η σιωπή που πάντοτε εκνεύριζε τον μικρό Νίκο, ο οποίος έδειξε να προτιμά τη βοή των γηπέδων (και τους αγώνες του αγαπημένου του Παναθηναϊκού). Μια σιωπή εκκωφαντική που όχι μόνο δεν επέτρεπε την τηλεόραση που απουσίαζε πανηγυρικά από το σπίτι, αλλά αντίθετα επέβαλλε λέξεις που είχαν μέσα τους την υπερβολική δύναμη της λογοτεχνίας.
«Ωρες ώρες αναρωτιέμαι πότε ήμασταν πιο αληθινοί, όταν μέσα στον βυζαντινό, κλειστό κύκλο μας αγνοούσαμε την πραγματικότητα ζώντας σε σκονισμένες βιβλιοθήκες, παλιά βιβλία, μαγεμένοι από λαμπρούς ομιλητές, γητευτές του λόγου και της πραγματικότητας μεγάλου διαμετρήματος, πιστεύοντας ότι ζούσαμε με γενναιοδωρία, καλοσύνη, ευσέβεια και αυταπάρνηση, ή τώρα που έχουμε βυθιστεί στο βυθό της θάλασσας και βγήκαμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου