Πίνοντας καφέ θυμόμαστε καλύτερα!
Η καφεΐνη βελτιώνει τη μνήμη έως 24 ώρες μετά την κατανάλωσή της, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η δράση αυτή έρχεται να προστεθεί στη γενικότερη διεγερτική επίδραση που ασκεί στον οργανισμό η καφεΐνη, η οποία περιέχεται στον καφέ, το τσάι και ορισμένα «ενεργειακά» ροφήματα. Είναι η πρώτη φορά που μια μελέτη διαπιστώνει μια τόσο μακρόχρονη επίπτωση στη μνήμη. Μέχρι σήμερα οι λίγες έρευνες που είχαν γίνει σε αυτό το πεδίο, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καφεΐνη έχει μικρή ή καθόλου επίπτωση στη μνήμη σε σχετικό βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογικών και εγκεφαλικών επιστημών Μάικλ Γιάσα του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης «Nature Neuroscience», σύμφωνα με το BBC και το «New Scientist», έκαναν ένα «τυφλό» πείραμα. Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι δεν έπιναν στο παρελθόν συχνά προϊόντα με καφεΐνη, κλήθηκαν να πάρουν είτε ένα εικονικό χάπι (πλασέμπο), είτε ένα χάπι καφεΐνης των 200 μιλιγκράμ, αφού προηγουμένως είχαν μελετήσει μια σειρά από εικόνες επί πέντε λεπτά.
Την επόμενη ημέρα, οι ερευνητές εξέτασαν την ικανότητα των εθελοντών να θυμούνται τις εικόνες που είχαν δει την προηγούμενη ημέρα. Την καλύτερη μνήμη, όπως έδειξαν τα τεστ, είχαν όσοι είχαν πάρει την καφεΐνη. Όμως, φαίνεται πως η σωστή δόση παίζει ρόλο, γιατί όταν το πείραμα επαναλήφθηκε με ποσότητα καφεΐνης 100 ή 300 μιλιγκράμ, δεν υπήρξε η ίδια βελτίωση της μνήμης, ενώ επιπλέον, στη δεύτερη περίπτωση, παρατηρήθηκαν και τα αναμενόμενα συμπτώματα υπερδιέγερσης.
Το κέντρο μνήμης στον ανθρώπινο εγκέφαλο βρίσκεται στον ιππόκαμπο, γι’ αυτό οι περισσότερες επιστημονικές έρευνες σχετικά με την μνήμη εστιάζονται σε αυτήν ακριβώς την εγκεφαλική περιοχή. Η νέα μελέτη ήταν διαφορετική από προηγούμενα πειράματα, επειδή οι συμμετέχοντες πήραν την καφεΐνη, αφού είχαν δει και προσπαθήσει να απομνημονεύσουν τις εικόνες. Στις προηγούμενες έρευνες, η καφεΐνη είχε δοθεί εκ των προτέρων, πράγμα όμως που προκαλούσε σύγχυση κατά πόσον η τυχόν βελτίωση της μνήμης οφειλόταν όντως στην ίδια την καφεΐνη ή σε άλλους παράγοντες (πχ στην ένταση της προσοχής).
Εκτιμάται ότι το 90% των ανθρώπων διεθνώς καταναλώνουν καφεΐνη με τη μία ή την άλλη μορφή, οι περισσότεροι σε καθημερινή βάση. Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ ο μέσος ενήλικας καταναλώνει περίπου 200 μιλιγκράμ καφεΐνης την ημέρα, δηλαδή την ίδια ποσότητα που χορηγήθηκε πειραματικά στο πλαίσιο της έρευνας για τη βελτίωση της μνήμης. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε ένα μεγάλο φλιτζάνι δυνατού καφέ ή σε δύο μικρότερα.
Ο Μάικλ Γιάσα (ο οποίος πλέον έχει μετακινηθεί στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας), προτίθεται πλέον να μελετήσει τους συγκεκριμένους βιολογικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων η καφεΐνη ωφελεί την μνήμη. Όπως είπε, «γνωρίζουμε επίσης ότι η καφεΐνη σχετίζεται με υγιή μακροζωία και μπορεί να έχει προστατευτική δράση στη νόσο Αλτσχάιμερ». Άλλοι επιστήμονες, πάντως, όπως ο Γιον Σάιμονς του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί και δήλωσαν ότι χρειάζονται περαιτέρω στοιχεία από άλλες μελέτες σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού, που να επιβεβαιώνουν το νέο εύρημα.
πηγή: news.gr
Η καφεΐνη βελτιώνει τη μνήμη έως 24 ώρες μετά την κατανάλωσή της, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η δράση αυτή έρχεται να προστεθεί στη γενικότερη διεγερτική επίδραση που ασκεί στον οργανισμό η καφεΐνη, η οποία περιέχεται στον καφέ, το τσάι και ορισμένα «ενεργειακά» ροφήματα. Είναι η πρώτη φορά που μια μελέτη διαπιστώνει μια τόσο μακρόχρονη επίπτωση στη μνήμη. Μέχρι σήμερα οι λίγες έρευνες που είχαν γίνει σε αυτό το πεδίο, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καφεΐνη έχει μικρή ή καθόλου επίπτωση στη μνήμη σε σχετικό βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογικών και εγκεφαλικών επιστημών Μάικλ Γιάσα του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης «Nature Neuroscience», σύμφωνα με το BBC και το «New Scientist», έκαναν ένα «τυφλό» πείραμα. Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι δεν έπιναν στο παρελθόν συχνά προϊόντα με καφεΐνη, κλήθηκαν να πάρουν είτε ένα εικονικό χάπι (πλασέμπο), είτε ένα χάπι καφεΐνης των 200 μιλιγκράμ, αφού προηγουμένως είχαν μελετήσει μια σειρά από εικόνες επί πέντε λεπτά.
Την επόμενη ημέρα, οι ερευνητές εξέτασαν την ικανότητα των εθελοντών να θυμούνται τις εικόνες που είχαν δει την προηγούμενη ημέρα. Την καλύτερη μνήμη, όπως έδειξαν τα τεστ, είχαν όσοι είχαν πάρει την καφεΐνη. Όμως, φαίνεται πως η σωστή δόση παίζει ρόλο, γιατί όταν το πείραμα επαναλήφθηκε με ποσότητα καφεΐνης 100 ή 300 μιλιγκράμ, δεν υπήρξε η ίδια βελτίωση της μνήμης, ενώ επιπλέον, στη δεύτερη περίπτωση, παρατηρήθηκαν και τα αναμενόμενα συμπτώματα υπερδιέγερσης.
Το κέντρο μνήμης στον ανθρώπινο εγκέφαλο βρίσκεται στον ιππόκαμπο, γι’ αυτό οι περισσότερες επιστημονικές έρευνες σχετικά με την μνήμη εστιάζονται σε αυτήν ακριβώς την εγκεφαλική περιοχή. Η νέα μελέτη ήταν διαφορετική από προηγούμενα πειράματα, επειδή οι συμμετέχοντες πήραν την καφεΐνη, αφού είχαν δει και προσπαθήσει να απομνημονεύσουν τις εικόνες. Στις προηγούμενες έρευνες, η καφεΐνη είχε δοθεί εκ των προτέρων, πράγμα όμως που προκαλούσε σύγχυση κατά πόσον η τυχόν βελτίωση της μνήμης οφειλόταν όντως στην ίδια την καφεΐνη ή σε άλλους παράγοντες (πχ στην ένταση της προσοχής).
Εκτιμάται ότι το 90% των ανθρώπων διεθνώς καταναλώνουν καφεΐνη με τη μία ή την άλλη μορφή, οι περισσότεροι σε καθημερινή βάση. Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ ο μέσος ενήλικας καταναλώνει περίπου 200 μιλιγκράμ καφεΐνης την ημέρα, δηλαδή την ίδια ποσότητα που χορηγήθηκε πειραματικά στο πλαίσιο της έρευνας για τη βελτίωση της μνήμης. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε ένα μεγάλο φλιτζάνι δυνατού καφέ ή σε δύο μικρότερα.
Ο Μάικλ Γιάσα (ο οποίος πλέον έχει μετακινηθεί στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας), προτίθεται πλέον να μελετήσει τους συγκεκριμένους βιολογικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων η καφεΐνη ωφελεί την μνήμη. Όπως είπε, «γνωρίζουμε επίσης ότι η καφεΐνη σχετίζεται με υγιή μακροζωία και μπορεί να έχει προστατευτική δράση στη νόσο Αλτσχάιμερ». Άλλοι επιστήμονες, πάντως, όπως ο Γιον Σάιμονς του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί και δήλωσαν ότι χρειάζονται περαιτέρω στοιχεία από άλλες μελέτες σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού, που να επιβεβαιώνουν το νέο εύρημα.
πηγή: news.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου